Η πόρτα


Η πόρτα είχε χθες εφηβικό.
Μπαινόβγαινε το φως
ορμητικά θαμπώνοντας τον κήπο
κι όταν σκοτάδι,
έλαμπαν κορμιά χορευτικά.
Μοσχοβολούσαν όνειρα στις κάμαρες.
Το σήμερα, 

κόκκινο και λευκό σεντόνι,
φώναζε ονόματα
από τις ανοιγμένες γρίλιες.
Ύστερα τα ονόματα έγιναν πουλιά.
Πήραν τους δρόμους τραγουδώντας αύριο.


''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ'' 



 

Η λέξη


     Κατακόκκινες οι ευχές από τη λέξη της. Κι έτσι που σβήνει λίγο λίγο η φωτεινή παράσταση και οι μέρες γίνονται ξανά συρμοί στο καταχείμωνο του ανθρώπου, η αγάπη μπαίνει μαζί με τα στολίδια στο συρτάρι... Στα μέτρα μας κι αυτή.
     Λένε στη γη ''αγάπη'' και ρίχνουν βόμβες ωσάν βεγγαλικά γιορτής. Αγάπη λένε στις οθόνες,  την ίδια ώρα που υπογράφουνε καρφιά για τους αποσυνάγωγους.
     Αγάπη λεν στις εκκλησιές κι όταν τελειώνουν οι ψαλμοί, αρπαχτικά οι ψυχές  κατέρχονται.
     Λένε αγάπη κι εννοούν συναλλαγή και κρύβουνε μαχαίρια για να κόψουν όποιον περισσεύει. Για το φαΐ, για το ψηλότερο σκαλί, για το ''ποιός είμαι εγώ'', τα φώτα και ''ο θάνατός σου η ζωή μου''.
     Αυτό δεν είναι αγάπη. Λέξη στην κλίνη του Προκρούστη είναι. Στολή παραλλαγής, για τις ανάγκες φαύλης εποχής που πλέει σε μεγάφωνους, μικρόφωνους, παράφωνους κι ολίγιστους. Ωστόσο λαμπερούς...
     Κάπου, μέσα στου παρα- λόγου τα πυκνά σκοτάδια, επαίτης προδομένος η αγάπη, μάς φωνάζει. Στα ονόματα που πνίγονται, στα γέλια τα σφαγμένα, και σε κάθε λογής Αχέροντα.
     Στις παιδικές πικρές αυλές, στης μνήμης τις κερκίδες, σ' αυτούς που καρτερούν, εκλιπαρούν οι μοναξιές να δώσουμε ό,τι χρωστάμε. Κωφεύουμε.
     Στα χέρια, μια κλεψύδρα μας μιλεί, γι’ αυτό που πρέπει να δοθεί στην ώρα του. Αύριο θα ‘ναι μακριά ο πόνος που δεν είδαμε. Θα 'ναι η συγνώμη σκόνη στο κενό του χρόνου.
    Τα όρια τρίζουν αλλόκοτα. Το ''εξ ιδίων'' ως αλάθητο κομπάζει.
    Σιωπή λοιπόν. Δεν είναι λέξη η Αγάπη.
    Αίμα είναι.

''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''