Ένας παλιός Νοέμβρης



Ένας παλιός  Νοέμβρης  κατηφόρισε.
Με κεραυνούς  ανέμιζε τα χέρια.
Έπεφταν κάλυκες  από  γαρίφαλα  στην άσφαλτο
κι άκουγες κρότους  που δεν ήτανε γιορτή.

Ένας  παλιός  Νοέμβρης  κατηφόρισε.
Πήρε  απ’ το χέρι  ένα  παιδί  κι ένα τραγούδι.
Του  ‘δειξε  ονόματα  που ρίζωσαν  στη χλόη.
Απρίληδες  που αγάπησαν παράφορα
κι άλλους,  που χόρεψαν  ντυμένοι  εφιάλτες.

Ένας  παλιός Νοέμβρης  κατηφόρισε. 
Κόκκινο  έριξε  σκοινί  κι ένα τρισάγιο,
για να πιαστούν οι άγιοι  κι οι άγγελοι.
Ν’ αφήσουν  στις παλάμες τ’ ουρανού
αρχαία φυλακτά,  συνθήματα.
Να  ραντιστούν  με  Δελφικό  νερό.
Να σεργιανίσουν  το Χριστό  στις ξέρες.

Ένας  παλιός Νοέμβρης  κατηφόρισε.
Είδε της γης τους  μαύρους  ίσκιους 
στα παλάτια τους.
Στις γειτονιές των πόνων  τη Γκουέρνικα .
Έγραψε  πάνω στην καρδιά  του  ''ΑΝΟΙΞΗ'' 
και  περπατάει  τον κόσμο να τη φέρει.

 ''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''




















Η Βίβλος



Τη Βίβλο της ψυχής ξανά διαβάζω
όταν το γέλιο ξενιτεύεται.
Όταν στων ημερών τα ράφια
ταξινομώ τις μάταιες πληγές.
Στο δέντρο κρύβομαι του μύθου
να λυτρωθώ απ’ την ερημιά
που η γύμνια των καιρών κυλιέται.


Τη βίβλο της ψυχής ξανά διαβάζω.
Τα μαγικά τα καλοκαίρια
με τις αλάνες και τις φοβερές φωνές.
Η Ντίνα, η Γιούλη, η Μαριώ,
ο Φώτης, η Ευτέρπη, ο αδερφός μου.
Τα μήλα, τα σκλαβάκια, το κρυφτό
και φτου ξελεφτερία στα σοκάκια.
Μετράω τα χρόνια μέχρι τις σιωπές.
Ύστερα ανεβαίνω απουσίες.
Κατάστηθα το τρυφερό τους όνομα φορώ
τον άφευκτο καημό να κατοικήσω.


Τη Βίβλο της ψυχής ξανά διαβάζω
Γιατί μες στην καρδιά του μελτεμιού
καλπάζουν ύποπτα τραγούδια.
Γιατί στους πάγκους των ανθρώπων
αχνίζουν άπνοα κορμιά.


Ένα κορίτσι δρεπανίζει τα βαλτόνερα
για μια ακτή ψωμί, για ένα χάδι
καθώς η Δύση ζωγραφίζει μαύρους πίνακες
με κόκκινα λουλούδια από αίμα.


''Χρώμα αύριο''