Με την καρδία



   Χαίρε η Ακάθιστος ψυχή, στη φλόγα του κεριού κι ας είναι σ’ εκκλησιά ανώνυμη, σ’ εκείνη την εικόνα που καπνίστηκε από λόγων κι έργων πυρκαγιές.
   Εκεί, ο ελάχιστος, εσύ, το πιο μικρό χαμομηλάκι, τα πέλματα του αχειροποίητου να μυρώνεις, εκεί που τα σημάδια απ’ τα καρφιά, κάθε που ξημερώνει μπήγονται στα όνειρα.
  ''Με την καρδία'' μελωδούνε της πάλαι Μεγάλης Ελλάδας, οι Γκραικάνοι. Κατέρχεται με άφρονα σκόνη κίτρινος Απρίλης. Λασπώνει τη φωτιά του Ήφαιστου, τους ρόδακες της Θήρας, του Αιγαίου τις απέριττες βραχοκλησσιές. Κλαίουσα η Μονοβασιά στου Μύρτου το πέλαγο. Βεργίνα, μέλισσα χρυσή από του τάφου. Μυστράς και Όλυμπος κι Άγια Σοφιά εις τους αιώνες. Άχραντοι κίονες,δεσίματα θαυμάτων και εκμαγεία. Διαμελισμένα σώματα στην ξενιτιά.
  Χαίρε η Παντάνασσα πατρίδα, από σταυρό τα μάτια υψώνοντας.
  Γιέ μου, φύσηξε αλλιώς τον Αίολο. Με την καρδία. Με την καρδία !!!


''ΧΡΩΜΑ ΑΥΡΙΟ''















Φωτιά και στάχτη



   Το ηλιοβασίλεμα προσκυνάει γαλήνια τους πάμφωτους κίονες της μνήμης.
Ξεκαρφιτσώνει των τοίχων τα συνθήματα, να φυσήξουν τη σκέψη.
   Οι ασκητές των λέξεων ταξιδεύουν την ελπίδα σε πλατείες ηλεκτρονικές. Άλλοι, μιλούν πύρινους λόγους στους συνωστισμένους που καταπίνουνε το στεναγμό.
   Ο ουρανός εξορύσσει σκόνη κι όταν αναπαύεται, δεν είναι πια ουρανός. Χελιδόνια ψαλιδίζουν απτόητα την παραίσθηση της γης,  μα, πώς ν’ ανασάνεις με τόσο καημό, τόσα αίματα που στοιχειώνουν τις μέρες.
   Για τα ωχρά πρόσωπα που έρπουν στα κράσπεδα. Για τον κόμπο στο λαιμό πίσω από πέτρινες αλήθειες. Για τα εξαίσια παιδιά που μισεύουν. Για τις άσπλαχνες στατιστικές που κατασπαράσσουν το όνειρο, κωφεύοντας στην παντάνασσα θλίψη των ναυαγισμένων.
  Στερεύουν οι λέξεις μες στην απόλυτη ερημία του πλήθους που κροταλίζει σιωπή, ενώ στις εκλάμψεις κάθε φωτοχυσίας λαγουμίζει στο φόβο.
  Φωτιά και στάχτη κι ο σωρός των ονομάτων, που δώρισαν το μετά του χρόνου. Για να αποδοθεί στα ερχόμενα.
  Εμείς τι θα δώσουμε;
''ΧΡΩΜΑ ΑΥΡΙΟ''































Η ποίηση



Ξυπόλυτη
τρέχει να σβήσει τις φωτιές
που καίνε δίχως έλεος
την άνοιξη.
Θρηνεί το πρόσωπό της
σε λέξεις ναυαγούς
απ' των υποκριτών τις θύελλες.
Τις νύχτες
ραίνει την απόγνωση
μ' αστέρια.
Σαν το παιδί
φορτώνεται το φως
κι απ' το μηδέν
ξανά
ονειρεύεται τον άνθρωπο.

''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ'' 















































Ισότητα



Για τα κορίτσια σου μιλώ
στα σπλάχνα της Ανατολής
που βάφουν με σιωπή την έρημο.
Για τις γυναίκες που με χείλη κόκκινα
αλλάζουν χέρια
μες  στης  Δύσης τα παζάρια.

Για τα παιδιά της γης  προδομένα
σου μιλώ
που δεν ανθίζει στο κορμί τους
άνοιξη
και τους λαούς που αδιάκοπα
σταυρώνονται
από τις εξουσίες των πραιτόρων.

Στου  πόνου την κλεψύδρα
ψάχνω για των ανθρώπων
την ισότητα.

 ''TO ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''
Α' δημοσσίευση: ΦΡΕΑΡ