Αλλιώτικες τούτες οι μέρες. Κτερίσματα και Αλεξανδρινές φωνές που
επιστρέφουν .
Παρασκευές των Χαιρετισμών με τα ''Υπερμάχω'' ν΄ανοίγουν μονοπάτια στην ψυχή. Τριγύρω οι δαίμονες γυρεύουν σάρκες . Προστάζουν, κάθε που απογυμνώνεσαι να περπατάς του ερπετού .
Κατηφορίζουνε οι ώρες στο φως του εσπερινού . Στους δρόμους , οι σκιές είναι μητέρες που φέρνει αντάμα της η Παναγιά , να ξεπονάνε κάθε Άνοιξη τα σπλάχνα τους. Δεν τις θωρείς μόνο τις νιώθεις απ΄το χάδι του αγέρα . Τις αναπνέεις στο αγιόκλημα. Στο μωβ της πασχαλιάς. Με το κεφάλι τους γερτό σαν τη Γλυκοφιλούσα. Σχήμα αγκαλιάς που ξενιτεύτηκε . Το ψάχνουμε σ΄όλα τα φαναράκια που ανατριχιάζουν. Από το ένα του Διογένη μέχρι του Νυμφίου τα μετρημένα και της Μεγάλης Παρασκευής τα νηπενθή που έρχονται ....
Η υπόσχεση της Ανάστασης ταξιδεύει τη γη και μονάχα στον πολύπαθο της πλάσης , του Παράδεισου του εξόριστο , με το κόκκινο μήλο στα χέρια , στον άνθρωπο , του γυρίζει την πλάτη.
Γιαυτό , σαν τη βλέπεις να φεύγει , τρέξε ξοπίσω της να την προφτάσεις.
Παρασκευές των Χαιρετισμών με τα ''Υπερμάχω'' ν΄ανοίγουν μονοπάτια στην ψυχή. Τριγύρω οι δαίμονες γυρεύουν σάρκες . Προστάζουν, κάθε που απογυμνώνεσαι να περπατάς του ερπετού .
Κατηφορίζουνε οι ώρες στο φως του εσπερινού . Στους δρόμους , οι σκιές είναι μητέρες που φέρνει αντάμα της η Παναγιά , να ξεπονάνε κάθε Άνοιξη τα σπλάχνα τους. Δεν τις θωρείς μόνο τις νιώθεις απ΄το χάδι του αγέρα . Τις αναπνέεις στο αγιόκλημα. Στο μωβ της πασχαλιάς. Με το κεφάλι τους γερτό σαν τη Γλυκοφιλούσα. Σχήμα αγκαλιάς που ξενιτεύτηκε . Το ψάχνουμε σ΄όλα τα φαναράκια που ανατριχιάζουν. Από το ένα του Διογένη μέχρι του Νυμφίου τα μετρημένα και της Μεγάλης Παρασκευής τα νηπενθή που έρχονται ....
Η υπόσχεση της Ανάστασης ταξιδεύει τη γη και μονάχα στον πολύπαθο της πλάσης , του Παράδεισου του εξόριστο , με το κόκκινο μήλο στα χέρια , στον άνθρωπο , του γυρίζει την πλάτη.
Γιαυτό , σαν τη βλέπεις να φεύγει , τρέξε ξοπίσω της να την προφτάσεις.
''Τη Υπερμάχω'' και η γνώση τρομαγμένη , καθώς εντός των τειχών της πόλης, οι Ά-βαροι .
Χαίρε η Ακάθιστος ψυχή , στη φλόγα του κεριού κι ας είναι σ΄εκκλησιά ανώνυμη, σ΄εκείνη την εικόνα που καπνίστηκε από λόγων και έργων πυρκαγιές. Εκεί , ο ελάχιστος , εσύ, το πιό μικρό χαμομηλάκι , να μυρώνεις τα πέλματα του αχειροποίητου , εκεί που τα σημάδια απ΄τα καρφιά κάθε που ξημερώνει μπήγονται στα όνειρα .
'' Με την καρδία ''μελωδούνε της πάλαι Μεγάλης Ελλάδας , οι Γκραικάνοι . Εδώ εν σκότει , κίτρινος Απρίλης κατέρχεται με την άφρονα σκόνη, λασπώνοντας τη φωτιά του Ήφαιστου, τους ρόδακες της Θήρας , τις απέριττες βραχοκκλησιές του Αιγαίου. Κλαίουσα η Μονοβασιά στου Μύρτου το πέλαγο. Βεργίνα , μέλισσα χρυσή από του τάφου . Μυστράς και Όλυμπος κι Αγια Σοφιά εις τους αιώνες. Άχραντοι κίονες, δεσίματα θαυμάτων και εκμαγεία. Τα μέλη τους θρηνούν τ΄αγάλματα , στων ασελγούντων τα μουσεία.
Χαίρε η Παντάνασσα πατρίδα μάνα , από σταυρό τα μάτια υψώνοντας.''
Γιέ μου , φύσηξε αλλιώς τον Αίολο . Με την καρδία . Με την καρδία !!!
©
Σκουρολιάκου
Μαρία