" Να
κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου"
Ο.ΕΛΥΤΗΣ
Θέλεις να πιστέψεις πως «πλησίον μας βρίσκεται η γλυκιά γοητεία των γνώριμων πραγμάτων και των απλών ανταποκρίσεων» κατά τον Ελύτη.
Εκείνος διέσχιζε το Αιγαίο χορταίνοντας «μπλε Ιουλίττας», καθρέφτες ασημένιους, γλαροπούλια, κύματα κι αφροστέφανα και φως ατέλειωτο που σε σκεπάζει διάφανα και που μοσκοβολάει Ελλάδα.
Ο.ΕΛΥΤΗΣ
Θέλεις να πιστέψεις πως «πλησίον μας βρίσκεται η γλυκιά γοητεία των γνώριμων πραγμάτων και των απλών ανταποκρίσεων» κατά τον Ελύτη.
Εκείνος διέσχιζε το Αιγαίο χορταίνοντας «μπλε Ιουλίττας», καθρέφτες ασημένιους, γλαροπούλια, κύματα κι αφροστέφανα και φως ατέλειωτο που σε σκεπάζει διάφανα και που μοσκοβολάει Ελλάδα.
Τώρα πλησίον μας οι ανταποκρίσεις επιστρέφουν το δάκρυ μέσα μας κι ολοένα τα
γνώριμα πράγματα είναι κύματα βίας. Δεν έχουν γοητεία τα σφαλιστά μάτια , τα κόκκινα ταξίδια, οι δρόμοι
που βογκούν.
Λησμόνησα. Είναι καλοκαίρι. Διαφημίζεται αμνησία και ραστώνη θερινή, καθώς τα θερινά τα τμήματα των νόμων
αλωνίζουν.
Ανακοινώνονται προγράμματα με
θέατρα και τραγωδίες σ’ όλους τους τόπους.
Μα τούτα παίζονται αληθινά. Πώς γίνεται
να τραγουδάς πλάι σε βλέμματα κλειστά, σε
πεινασμένα στόματα, σε εκτελεσμένες μέρες όπου μοιράζουνε αυτόγραφα οι οβίδες;
Πλάι σε σφαίρες-λέξεις που σκοτώνουνε ζωές ταΐζοντας «ευαίσθητους» Οργανισμούς
με αντιδράσεις για την αταξία .
Ανώμαλος πολιτισμός δροσίζεται σε
θέρετρα υψίστης ασφαλείας την ώρα που ο ποιητής συμπεραίνει πως « οι δυνάμεις που απαιτούνται
για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον Αύγουστο είναι κατά πολύ ανώτερες απ’ τις άλλες που συντρέχουν για να
συντελεστεί ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου».
Αύγουστος. Λύκοι που τρώνε
ολοχρονίς είναι της γης οι πράξεις. Του Ισημερινού μικρά παιδιά αποτυπώνουν κατακόκκινο το πέλμα των θηρίων. Στη Γάζα οι
θρήνοι, σαν να μην πέρασε μια μέρα από παλιά. Μόνο που τώρα,
Ισραηλιτόπουλα με αλλόκοτη χαρά φωτογραφίζουν της Παλαιστίνης τα νεκρά παιδιά. Τα περιφέρουν ύστερα, αλαλάζοντας, στο δίκτυο του κόσμου. Κι έγινε ο πόλεμος
ναρκισσισμός. Η αγάπη για τους φόνους
φόρεσε τα καλά της ..
Λησμόνησα. Είναι καλοκαίρι. Των αστεριών τα μάτια ζουν στην άγνοια αλλά εσύ ξέρεις πως κι αν κλείσεις τα δικά σου μια στιγμή, χίλια
δρεπάνια θρέφουνε το έρεβος. Αναγελάει ο φόβος καθώς τρέμεις.
Παρηγορείς τα καλοκαίρια στα
διαλλείματα του ύπνου με προσευχές, ευχές και με φτηνές δικαιολογίες αθωότητας.
Εκείνης που τη διαγράψανε ακόμα
και στις παιδικές καρδιές. Εκείνης που τη
γράφεις πια σαν ξένη γλώσσα. Να έτσι: αthootita.
Γιαυτό σου λέω, κι
αν περπατάει το φως του φεγγαριού μαζί σου κι αν σε μια
χούφτα θάλασσα το θαύμα κοινωνάς κι αν
μια κιθάρα τις
στιγμές σου ζωγραφίζει ,
κάπου οι μάνες στύβουνε τα στήθια σε
άψυχα κορμιά και νανουρίζουν αίματα και
το φεγγάρι κλαίει.
Γιαυτό σου λέω ποιητή που γράφεις «Δυτικά της λύπης» ότι ο κόσμος
ταξιδεύει πια στη δύση της χαράς.
Λησμόνησα. Είναι καλοκαίρι. Αύγουστος του πελάγου και του μελτεμιού με φως
και σώματα στον ήλιο. Αύριο, μην ξεχάσω, στις εννιά, να ακούσω έργα του Σοπέν, του Μπαχ,
του Αμαντέους Μότσαρτ!
Στης Γάζας το νοσοκομείο,
παιδιά, μες στα
ερείπια, φωνάζουν
μάταια, ΒΟΗΘΕΙΑ!