Γράφει ο Δήμος Χλωπτσιούδης
Η κριτική
και η μελέτη των μεταπολεμικών ποιητών συνήθως μένει εγκλωβισμένη στα δύο
μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας και τις μεταξύ τους -σημαντικές- διαφορές•
από τη μια η ποίηση της Θεσσαλονίκης και από την άλλη της Αθήνας, όπως
διαμορφώθηκαν ως δύο ρεύματα από εκπροσώπους τους που επιδρούν έως σήμερα σε
νεώτερους δημιουργούς. Ωστόσο, λίγες είναι οι κριτικές ματιές σε ποιητές που διαβιούν
σε αστικά κέντρα της υπαίθρου.
Μακριά από
τα εκδοτικά κέντρα και τις συναναστροφές με ομοτέχνους οι ποιητές των μικρών
και μεσαίων αστικών κέντρων διαμόρφωσαν το δικό τους προσωπικό ύφος• συχνά
απόμακρα από τις επιρροές των δύο κυρίαρχων ρευμάτων απορρόφησαν ό,τι τους
συγκίνησε και εισήγαγαν τη δική τους ανεξάρτητη ποιητική οπτική που στερεώθηκε
στην υποδομή του ατομικού βιώματος. Μεταξύ πόλεως και φύσης διαμόρφωσαν μία
ιδιαίτερη γραφή που διακρίνεται εύκολα από τις κυρίαρχες τάσεις.
Έτσι,
αποκαλύπτεται μία ομάδα ποιητών (που ακόμα δεν μελετήθηκε ως ομάδα λόγω ακριβώς
της μη συλλογικής καλλιτεχνικής έκφρασής τους) με κοινά χαρακτηριστικά και
κυρίαρχη τη βιωματική και αβίαστη εικαστική/φυσιολατρική προσέγγισή τους και τη
στενή εμπειρική σύνδεση με το χώρο και τα πρόσωπα, που απέχει σημαντικά από την
αστική ποίηση, παρά ορισμένα κοινά ποιοτικά στοιχεία που εκ των πραγμάτων
εντοπίζουμε.
Ένας
αξιοπρόσεκτος πλούτος φυσικών παραστάσεων (χλωρίδα και πανίδα) εμπλουτίζουν την
εικαστική τους, χωρίς βέβαια να εκλείπουν οι κοινωνικές παραστάσεις. Το λυρικό
στοιχείο διαποτίζει τη στιχουργική τους αναδύοντας μία νότα αισιοδοξίας που
πηγάζει από τη φωτεινότητα των εξωτερικών χώρων με ελεγειακά συχνά
χαρακτηριστικά. Ζώντας τόσο κοντά στην ύπαιθρο οι δημιουργοί -μακριά από την
αστική απομόνωση και το μουντό περιβάλλον- έχουν πλούσιες εικόνες φύσης. Για
παράδειγμα, η ποιητική της Κυριακής Λυμπέρη (1) αναδύει μία νότα αισιοδοξίας
μέσα από έναν φυσιολατρικό αισθησιασμό.
Ας μην
παραβλέπουμε όμως πως οι ποιητές των περιφερειακών άστεων, κινούμενοι μεταξύ
φύσης και πόλης, ενσωματώνουν το φυσικό περιβάλλον στη στιχουργική τους με έναν
ιδιαίτερο εμπειρικό τρόπο. Δεν είναι τυχαία η απουσία της κυρίαρχης αστικής
εικόνας• αντίθετα, διακρίνεται ένας προσανατολισμός προς το "ανθρώπινο"
στοιχείο της πόλης, εκείνο που χάθηκε μέσα στην αλλοτρίωση των μεγαλουπόλεων.
Εκφράζεται η
αγωνία της αστικής περιφέρειας, καθώς πασχίζει να ισορροπήσει μεταξύ της
"ανάπτυξης" του πολύβοου αστικού κέντρου και της "πράσινης"
υπαίθρου, τονίζοντας με την προβολή των ανοιχτών και φωτεινών χώρων μία
ειδυλλιακή οπτική της ζωής σε μία πόλη πολύ κοντά στην καρδιά της φύσης.
Χαρακτηριστική είναι η εικαστική του Τάκη Γκόντη (2) η οποία συχνά μοιάζει σαν
θέα από ένα παράθυρο που δραπετεύει απ’ τον αστικό ιστό και την αλλοτρίωση της
πόλης, γεμάτη χρώματα και ήχους με μία αίσθηση λυρικότητας χωρίς όμως να
εγκλωβίζεται το κοινωνικό ή υπαρξιακό μήνυμα.
Αν και το
φυσικό στοιχείο συχνά εκτίθεται μέσα από μία νεορομαντική διάσταση, ουσιαστικά
αναδεικνύεται ένα ασυνείδητο όραμα "ειρηνικής" συνύπαρξης του
"ανθρώπινου" με το "φυσικό", σε αντιδιαστολή προς την
αντιπεριβαλλοντική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και την καταστροφή από τις
ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
Ωστόσο,
τούτο το όραμα είναι, όπως είπαμε, μάλλον ασυνείδητο και σαφώς όχι μία
συλλογική έκφραση, αφού δεν αμφισβητούνται οι κυρίαρχες ενέργειες ή δομές του
αστικού κόσμου και της τουριστικής εκμετάλλευσης. Περισσότερο αναδεικνύεται
-αθροιστικά- μία αειφορική εμπειρία που σκοινοβατεί στο ρομαντικής θέασης
μεσογειακό πρότυπο ισορροπίας ατόμου-κοινωνίας και φύσης-πολιτισμού/οικονομίας.
Χώροι και
πρόσωπα εμφανίζονται πολύ οικεία. Το φυσικό περιβάλλον με την ιστορική
ανθρώπινη παρουσία και παρέμβαση ενσωματώνεται αβίαστα. Δεν εκτίθενται ως ένα
"αξιοθέατο" που γεννά συναισθήματα με τον τρόπο που καταγράφεται
κριτικά σε έναν ποιητή της πόλης ο οποίος επισκέπτεται ένα δάσος ή ένα
τουριστικό σημείο• για τον δημιουργό του άστεως πρόκειται απλά για μία
εξωτερική εικόνα που στιγμιαία εισέρχεται στο εσωτερικό και λειτουργεί ως
αφορμή για να υπογραμμιστεί η τσιμεντοποίηση της πόλης, η απομάκρυνση από το
φυσικό περιβάλλον ή ως κοινωνικός σχολιασμός.
Καταγράφεται
μία ισχυρή εσωτερική/γενετική σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον όπως
η βιωματική σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος της υπαίθρου -και του μικρού ή
μεσαίου αστικού χώρου- με το φυσικό περιβάλλον και τα ανθρώπινα δημιουργήματα
με τα δικά τους ιδιαίτερα ιστορικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστική
είναι η εσωτερικευμένη σχέση της Λίλιαν Μπουράνη (3) με τον αρχαίο πολιτισμό
και την τοπική ιστορία της πόλης καταγωγής. Η Χαρά Ναούμ (4) αποκαλύπτει μία
άλλη οπτική σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση μέσα τα ιστορικά μνημεία και τις
ανθρωπογενείς παρεμβάσεις με την διαχρονική αξιοποίηση των αγαθών της γης.
Η ποίηση της
περιφέρειας -αν και λιγότερο κοινωνική, με την έννοια της ανάδειξης κοινωνικών
προβλημάτων- διακρίνεται από μία αυθόρμητη φωτεινότητα και από συνθέσεις στον
ανοιχτό χώρο. Η απόστασή της από την "κοινωνική αναζήτηση"
ερμηνεύεται εύκολα από την απουσία έντονων κοινωνικών αντιθέσεων στην ύπαιθρο
σε αντίθεση με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στις πόλεις οι κοινωνικές ανισότητες εκ
των πραγμάτων είναι εντονότερες και η ποιητική προβολή τους πηγάζει από τη
βιωματική ανάγκη εξωτερίκευσή τους από το δημιουργό.
Ας
υπογραμμίσουμε παρενθετικά ότι γράφοντας για απόσταση από την κοινωνική
αναζήτηση, δεν παραβλέπουμε ούτε την ενσωμάτωση κοινωνικών παραστάσεων ούτε και
την κοινωνική κριτική και αγωνία πολλών ποιητών, ειδικά μέσα στις σύγχρονες
συνθήκες. Άλλωστε δεν είναι λίγες φορές που η κοινωνική και πολιτική κριτική
εμφανίζεται στην ποιητική της περιφέρειας. Εξάλλου, η ίδια η κοινωνία
τροφοδοτεί τις αγωνίες των ποιητών, γεννά αγωνίες και φόβους που τους
μετατρέπουν σε τέχνη.
Τη βιωμένη επαφή με το φυσικό
περιβάλλον μεταφέρει μέσα από πολύχρωμες ανταύγειες και η Μαρία Σκουρολιάκου
(5) ανασταίνοντας έναν θολό και σκοτεινό κόσμο μέσα από τα απλά και καθημερινά
χωρίς όμως να παραβλέπει τις σκούρες αποχρώσεις με σαφείς κοινωνικές αναφορές. Ανάλογο ύφος με ποιήματα κοινωνικής
αντανάκλασης εντοπίζεται και στην ποίηση της Ελένης Δημητριάδου-Εφραιμίδου (6),
με μία ευαίσθητη έμφαση στις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές πέρα από
φυλές και φύλο και κριτική για τον τρόπο ζωής στις μικρότερες πόλεις. Αναλόγως
κοινωνική κριτική ασκεί και ο Βαλάντης Βορδός (7).
Η ποιητική
όμως της περιφέρειας δεν παύει να είναι ανθρωποκεντρική. Ο Άλλος είναι πολύ
κοντινός, όχι μία απρόσωπη παράσταση ή εμπειρία. Διακρίνεται μία ιδιαίτερη
οικειότητα με τα πρόσωπα που περιβάλλουν τον ποιητή φέρνοντάς τον σε αντίθεση
με την ατομοκεντρική και απρόσωπη αστική ποίηση. Χαρακτηριστικά, στην ποίηση
του Βορδού πλήθος κοινωνικών βιωμάτων, κοινών στις επαρχιακές πόλεις και την
περιφέρεια, ενσωματώνονται στην ποιητική του υπογραμμίζοντας το προσωπικό
αίσθημα μοναξιάς, κοινωνικής απομόνωσης ή ακόμα και της συμφιλίωσης με την ιδέα
του θάνατο οικείων προσώπων.
Αξίζει να
σημειώσουμε ότι σε ποιητές από τα μεγάλα αστικά κέντρα σπάνια τα πρόσωπα είναι
τόσο οικεία• ακόμα κι όταν διαφαίνεται μία ξεχωριστή σχέση, τούτη τίθεται κάτω
από το σκοπό του τελικού μηνύματος (8).
Οφείλουμε,
επιλογικά, να υπογραμμίσουμε ότι η "ποίηση της περιφέρειας" δεν
αποτελεί κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα με κοινά στιχουργικά γνωρίσματα. Ενίοτε
κυριαρχεί εκφραστικά η προφορικότητα κι άλλες φορές ένας λόγος πλουσιότερος και
πιο περιγραφικός με επιδίωξη τη λυρική διατύπωση.
Εξάλλου, δεν
ακολουθούν όλοι οι ποιητές της περιφέρειας το φυσιολατρικό "πρότυπο".
Άλλωστε, παραδοσιακά -και στατιστικά- η ποιητική παραγωγή από την περιφέρεια
είναι ποσοτικά πιο περιορισμένη. Έτσι, οι επιρροές από τα μεγάλα αστικά κέντρα
είναι ακόμα πολύ ισχυρές και δημιουργοί είτε μετακινούνται προς τα άστη
εκφράζοντας τις νέες πια ανάγκες του χώρου διαμονής είτε γράφουν κάτω από την
καταλυτική επίδραση της αστικής ποίησης.
Παρά το ότι
όμως οι ποιοτικές διαφορές είναι σημαντικές, τούτο δεν ακυρώνει την ανάγκη
κριτικής προσέγγισης της εκτός τειχών ποίησης με τα φυσιολατρικά στοιχεία της
και τη στενότητα των διαπροσωπικών σχέσεων -ακόμα κι αν είναι επικίνδυνη
κριτικά η ένταξή τους σε μία ομάδα, ακριβώς λόγω των ποιοτικών διαφορών και της
απουσίας μίας συλλογικής ποιητικής συνείδησης. Μακριά από επαφές και άμεσες
επιρροές από άλλους καλλιτέχνες (9) διαμόρφωσαν ένα προσωπικό ύφος συνδυάζοντας
προσωπικά χαρακτηριστικά με κυρίαρχες -σε εθνικό επίπεδο- ποιητικές τάσεις και
ρεύματα. Συνέδεσαν τις δικές τους κοινωνικές παραστάσεις κι εμπειρίες με τον
περιβάλλοντα χώρο, το πλούσιο ελληνικό τοπίο.
Σημειώσεις
1. Κυριακή Λυμπέρη, Ζητήματα ύψους, (τυπωθήτω, 2015).
2. Τάκης Γκόντης, παντομίμα (Γαβριηλίδης, 2015) και κολιμπρί (Γαβριηλίδης, 2012).
3. Λίλιαν Μπουράνη, ερώματα, Μανδραγόρας, 2012.
4. Χαρά Ναούμ, τα βράδια πίσω απ’ τα πουλιά, Μανδραγόρας 2015.
5. Μαρία Σκουρολιάκου, Χρώμα αύριο, (Λαμιακός Τύπος, 2015).
6. Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου, Δωριείς και Ξυλοκόποι, (Γαβριηλίδης, 2014).
7. Βαλάντης Βορδός, η ηλικία της παραδοχής, poema 2014.
8. π.χ. η Χαρά Χρηστάρα (παρουσίες απουσίες, Μανδραγόρας, 2014) παρουσιάζει ονομαστικά τον μανάβη της γειτονιάς, το Σταύρο, αλλά για να εκφράσει την υποστήριξή της και την οικειότητά της στον συνοικιακό επαγγελματία σε καιρό κρίσης.
9. Αξίζει να σημειώσουμε παρενθετικά ότι παρά την ύπαρξη λογοτεχνικών κύκλων στις πόλεις της περιφέρειας και περιοδικών, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις κυρίαρχες εθνικές τάσεις και να αντιτείνουν μία άλλη ποιητική πρόταση, όπως παρατηρήθηκε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερο πληθυσμό στην περιφέρειά τους και μία πιο αποκεντρωμένη κουλτούρα. Στόχος των περισσότερων ήταν να φέρουν σε επαφή το κοινό τους ακριβώς με την εθνική ποίηση και με αξιόλογους ποιητές από τα αστικά κέντρα.
1. Κυριακή Λυμπέρη, Ζητήματα ύψους, (τυπωθήτω, 2015).
2. Τάκης Γκόντης, παντομίμα (Γαβριηλίδης, 2015) και κολιμπρί (Γαβριηλίδης, 2012).
3. Λίλιαν Μπουράνη, ερώματα, Μανδραγόρας, 2012.
4. Χαρά Ναούμ, τα βράδια πίσω απ’ τα πουλιά, Μανδραγόρας 2015.
5. Μαρία Σκουρολιάκου, Χρώμα αύριο, (Λαμιακός Τύπος, 2015).
6. Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου, Δωριείς και Ξυλοκόποι, (Γαβριηλίδης, 2014).
7. Βαλάντης Βορδός, η ηλικία της παραδοχής, poema 2014.
8. π.χ. η Χαρά Χρηστάρα (παρουσίες απουσίες, Μανδραγόρας, 2014) παρουσιάζει ονομαστικά τον μανάβη της γειτονιάς, το Σταύρο, αλλά για να εκφράσει την υποστήριξή της και την οικειότητά της στον συνοικιακό επαγγελματία σε καιρό κρίσης.
9. Αξίζει να σημειώσουμε παρενθετικά ότι παρά την ύπαρξη λογοτεχνικών κύκλων στις πόλεις της περιφέρειας και περιοδικών, δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τις κυρίαρχες εθνικές τάσεις και να αντιτείνουν μία άλλη ποιητική πρόταση, όπως παρατηρήθηκε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερο πληθυσμό στην περιφέρειά τους και μία πιο αποκεντρωμένη κουλτούρα. Στόχος των περισσότερων ήταν να φέρουν σε επαφή το κοινό τους ακριβώς με την εθνική ποίηση και με αξιόλογους ποιητές από τα αστικά κέντρα.