Ασθμαίνουσα η ψυχή, ξεφυλλίζει ερίτιμα αρχεία. Λεπτή φαγεντιανή, δαμάσκο
και ατλάζι.
Της
πασχαλιάς μωβ άρωμα. Σύννεφα νυχτοπούλια
στου καιρού το ανεμολόγιο. Ατέρμον του νου η γλώσσα, κάθε γραμμένο ιχνηλατεί.
Ήχοι του πόνου, πέτρα μνήμη, άγρια
περάσματα.
Μάτια της τρυφεράδας και της
ανοιχτής πληγής. Αισθήματα
γερμένα και σώματα τριγμένα από τη στέρηση. Ζώντας
για χρόνια σε παλίρροιες σπαραγμών. Ζυμώνοντας το φως με
θραύσματα και ερείπια. Υψώνοντας
το δισκοπότηρο στο αύριο.
Σας
ακούω, όταν τις νύχτες περπατάτε
πίνοντας το κρασί
της Νέκυιας στην εγκοπή του χρόνου.
Όταν ανάβετε στο διάκενο λυσίπονες
σιωπές μέχρι την πόρτα.
Μέχρις εκεί που η αλήθεια, μισή από πάντα, όλο συντρίβεται κι όλο στο καταπέτασμα στοιχειώνει.
Εκεί,
που η ζωή, γίνεται ''χτες'' ανέκκλητα
και συμπληρώνει αγέρωχος ο
θάνατος, την πιο ανομολόγητα
πικρή επετηρίδα.
Από
λεπτή φαγεντιανή, δαμάσκο και ατλάζι.
''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''