Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Με κεραυνούς ανέμιζε τα χέρια.
Έπεφταν
κάλυκες από γαρίφαλα στην άσφαλτο
κι άκουγες
κρότους που δεν ήτανε γιορτή.
Ένας παλιός
Νοέμβρης κατηφόρισε.
Πήρε απ’ το χέρι
ένα παιδί κι ένα τραγούδι.
Του ‘δειξε ονόματα που ρίζωσαν στη χλόη.
Απρίληδες που αγάπησαν παράφορα
κι άλλους,
που χόρεψαν ντυμένοι εφιάλτες.
Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Κόκκινο έριξε
σκοινί κι ένα τρισάγιο,
για να
πιαστούν οι άγιοι κι οι άγγελοι.
Ν’ αφήσουν στις παλάμες τ’ ουρανού
αρχαία
φυλακτά, συνθήματα.
Να ραντιστούν με
Δελφικό νερό.
Να
σεργιανίσουν το Χριστό στις ξέρες.
Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Είδε της γης
τους μαύρους ίσκιους
στα παλάτια
τους.
Στις
γειτονιές των πόνων τη Γκουέρνικα .
Έγραψε πάνω στην καρδιά του
''ΑΝΟΙΞΗ''
και περπατάει
τον κόσμο να τη φέρει.
''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''