Οι λέξεις γιγαντώνουν τέτοιες ώρες. Ποτάμια
γίνονται που ξαφνικά θολώνουν,
κατεβαίνοντας από τα μάτια, χείμαρροι.
Ονόματα ασώματα τις πόρτες κρούουνε τη νύχτα και θέλουνε μια θέση στο τραπέζι
της χαράς.
Στου χρόνου το κατώφλι στέκονται όλα όσα
πέρασαν και περιμένουνε απάντηση επίμονα. Φωνές, σιωπές, σ’ αρπάζουνε απ’ το
λαιμό και αδυνατείς και σέρνεσαι πίσω απ’ τα
λόγια που δεν είπες, από τις αγκαλιές
που δεν τις πρόκαμες, απ’ το φαρμάκι που σε κέρασαν οι άσκεφτοι και δεν
γλυκαίνει το σιρόπι της γιορτής.
Ύστερα ανοίγει η καρδιά το περσινό ημερολόγιο κι ανάβουνε γενέθλιες στιγμές και άλλου τόπου
μνήμες.
Τούτες τις ώρες που οι πλατείες πλημμυρίζουν φώτα, στης γης τους νυχτωμένους δρόμους μάτια παιδικά, με ικετήριες κραυγές μιλούνε. Δράκοι στο πλάι, γιορτάζουνε
αλλόκοτα, χορεύοντας στο αίμα.
Κάνε απόψε προσευχή κι ευχή στα πεφταστέρια, τον τρόμο
να νικήσουμε με ουτοπία
δυνατή και να ξορκίσουν οι ψυχές
αυτούς που έρχονται ξανά,
φορώντας το μαχαίρι του
Προκρούστη.
Έχε του νου σου.
Να
αγρυπνάς στον άδικο τον πόνο.
Να μην ξεχάσεις την αγάπη που χρωστάς.
Να γράφεις κάθε μέρα ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ