Στο πήγαινε-έλα άσωστα βλέμματα,
φωτιές και στάχτες.
Βουβά περάσματα κόκκινα φώτα
σε δρόμους κράχτες.
Χέρια πλοκάμια και οι γροθιές αρματωμένες
μέσα σε χρώματα, φωνές κι ονόματα-
παλιά αναχώματα.
Θύτες και θύματα –βουβά συνθήματα
και τραγικές είναι οι σιωπές.
Σιωπές που μπήγονται σε αλήθειες μαύρες.
Με την ελπίδα να σκάβει υπόγεια
κορμιά ακατοίκητα.
Γελάει η στέρηση
κι η απόγνωση πιάνει τη βάρδια της
και σέρνει αλύπητα
καρδιές και στόματα στο παρακάλι.
Ψυχρά κι απάνθρωπα στο πάρε-δώσε της
χορταίνει κόκκινο και τάζει πάλι.
Λίγο πιο πέρα περνούν οι νόμοι
και για το αίμα ούτε κουβέντα.
Άλλος θεός κι ο ουρανός αλλάζει χρώμα
όπως οι λέξεις και οι ψυχές.
Ύστερα βρέχει, ξεπλένει, παίρνει όλη τη λάσπη
και στις πληγές βάζει ένα ρούχο
να τις σκεπάσει
όπως το ψέμα να ξεγελάσει
για να ξεχάσουν ποιός είναι ο φταίχτης
αυτού του πόνου.
Χρόνια του φόβου.
Καρδιές στο χώμα, ψωμί το σώμα.
''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''