Tα χελιδόνια του φθινόπωρου



      Ήρθαν ξανά.  Σμήνη  επίγεια  με  ποδοβολητά  και  τιτιβίσματα .
     Πολύχρωμα χελιδόνια  που ραμφίζουν  με το βλέμμα τους  τις  αβάσταχτες   σιωπές μας . Κατά  ριπάς  το  γέλιο  τους  πάνω  στην  αγωνία μας,  ακροβατώντας   ανάμεσα στην άγνοια  και τη νιότη. Τα χέρια  τους  ισοζυγιάζουν  το  φορτίο  της   πικρής  πραγματικότητας,   για να σταθούμε  όρθιοι  καθώς,  ανάμεσα  σε  κίτρινα συμβάντα , κόκκινες   πληγές  και   τοπία   μισοφωτισμένα , ψάχνουμε   ουρανό  αλλά δεν ....   
     Στα έδρανα, με  βιαστικές  υπογραφές   κλείνουν  οι  δρόμοι  της γνώσης ,    σε ανερμήνευτο  σχεδιασμό  που   καθηλώνει.  Με   αποφάσεις   που σταλάζουν  απόγνωση.
      Πίσω  από τις κλειστές  πόρτες , σ΄έναν  αγώνα άνισο ,   γονείς,  παππούδες  και    γιαγιάδες,  προσθέτουν , αφαιρούν , πολλαπλασιάζουν , για να βγούν τα βιβλία , ο υπολογιστής,  τα αναλώσιμα , ο  βαρύς  χειμώνας , τα τελεσίγραφα των  υπέρβαρων λογαριασμών , τα τελεσίδικα των ισχνών  αμοιβών .
       Κι  ανάμεσα ,  τα παιδιά ,  με τα  γλυκά τους  πρόσωπα  , εμβόλιμα στην  αγριάδα  και το άγχος ,  ζητούν   να υπάρξουν . Τα  παιδιά , αυτά τα  πολύτιμα  τοπία της ζωής , οι φανοστάτες  μες΄ την ερημία  των πραγμάτων.
        Ήρθαν τα πρώτα σκιρτήματα  απ΄ τις  Πανελλήνιες,  με την Ελλάδα να ταξιδεύει στα  σπίτια , ανοίγοντας  μικρές   ξενιτιές.
       Τα ξυπνητήρια πήραν φωτιά . Στα προαύλια  των σχολείων, νότες τρυφεράδας  απ΄  τα πρωτάκια,  που   ξαφνικά  σηκώνουν  στους  ώμους τους  τη  γη,  σε μια  τσάντα   .  Στην άλλη  όψη,  οι έφηβοι,  ένα ηφαίστιο ολάκεροι  , με   φτερωτούς   θεούς  να  σαϊτεύουν τα  σωθικά τους,   την  ίδια  στιγμή   που  αντιπαλεύουν  την τάξη,  το σύστημα, το χάος , την αβεβαιότητα .
       Οι  γονείς,  απέναντι  στην   αριθμητική  της   ανάγκης,  που  γίνεται χείμμαρος. Οι  δάσκαλοι  μπροστά  στο  λαβύρινθο   των  καιρών , των περιστάσεων,  των συνεπειών.   Γύρω  φωτιές  και  οι άκτιστοι νόμοι του ανθρώπου.
      Οι οθόνες  με τα  κατά συνθήκην  επεισόδια,   συνεχίζουν να μας γεμίζουν  θλίψη  και  πόνο  καθώς  ο  φόβος  γονατίζει  τις στιγμές και τα απλά  ζητούμενα ,   σβήνονται  ερήμην μας .
      Όμως , ας  ακουμπίσουμε  στη  γλυκιά αίσθηση  , στα μαγικά πρόσωπα  που  κρατούν  το αύριο.   Ας  μην   έχει  στην   καρδιά  μας ,  η ελπίδα,  φθινόπωρο.  Ας   κρατηθούμε  απ΄  τα  παιδιά   και  ας   μην  ξεχνάμε  την μεγάλη μας ευθύνη .
         Εμείς  τους δίνουμε ουρανό για να πετάξουν  τα όνειρά  τους .
     Κι αν δεν έχουμε ουρανό , γιαυτά και μόνο  πρέπει να τον φτιάξουμε... 


© Σκουρολιάκου Μαρία
















































'Αψινθος



Ολοσκότεινα  λιβάδεια των  λυγμών,
με τα κατά  Ματθαίον  πάθη
να γράφονται σε μάτια παιδικά,
που κλείσανε  πριν να προλάβουνε να πούνε
φτού ξελευτερία.
 Γιαυτά τα μάτια  αντιστέκομαι
στις εκτροπές  της ευτυχίας
που από απόσταση συλλέγει
των σπαραγμών τα θραύσματα.
Ολόγυρα  κουφάρια ζωντανά
δοξάζουνε του ήλιου την προτίμηση.
Μα εγώ γιαυτά τα μάτια θα προσευχηθώ
στους μακρινούς αστερισμούς
που κατοικούνε  ,
αγκαλιασμένα με το φως της ουτοπίας.


© Σκουρολιάκου Μαρία


Καλημέρα

Φυσάει ακόμα καλοκαίρι  ανάμεσα στις λέξεις ,
μα στον αγέρα  καταπίνεις  τη θλιβερή ανάσα  της απάθειας.
Τα χέρια μας μισή κλεψύδρα  , η άμμος που αγγίξαμε .
Τα μάτια μας πυροβολεί  το τελευταίο ηλιοβασίλεμα  του Αυγούστου
 κι οι μέρες του  αχνίζουνε καπνούς.
 Είπαμε καλημέρα στο φθινόπωρο ,
όμως τούτα τα σύννεφα δεν είναι του Σεπτέμβρη .
Είναι σκιές παιδιών που   πέταξαν
στις γειτονιές του ουρανού , λησμονημένα .
Γράφω  εκατό φορές τη λέξη ''ελπίδα''
για να ξορκίσω  τα συντεταγμένα ''ναι'' των παραισθήσεων .
Κι απ΄την καρδιά  κόβω μια φέτα προσευχή 
για των ανθρώπων τις στιγμές τις σταυρωμένες .
Εκεί που δεν  φυσάει  καλοκαίρι.
Στους τόπους  που βρυχάται  η έρημος ...




© Σκουρολιάκου Μαρία