Το τραγούδι




Μήπως είδες  το τραγούδι  που κυλούσε στις φλέβες  σαν έρωτας
ξυπνούσε  το γλυκό το δάκρυ κι άπλωνε την καρδιά να στεγνώσει
στο μεγάλο κάμπο με τις ανεμώνες της γης μου;

Μήπως είδες το ζουρνά και τη λύρα 
που σπαρταρούσε στα δυνατά χέρια των παλικαριών;
Τα  ηλιόβολα  μάτια τους στεφάνωναν  πέλαγα
και γύμνωναν  στο φως  τρυφερά  κορίτσια  της γης μου .

Μήπως είδες το τραγούδι  που  άνοιγε  τον ασκό του γέλιου
στο καράβι των μικρών σειρήνων
και ξεχύνονταν όλες οι φυλές  του αγέρα 
στροβιλίζοντας ελιές και νεράντζια
αγκαλιές και λασπωμένα πόδια  κι άμμο χρυσή
που κλεψύδρα στην αγάπη μονάχα
καθώς ο  ιδρώτας  έχτιζε  παράθυρα στον ουρανό.
Κι ήταν  απλά  σαν κοίταγμα μωρού  τα  όνειρα.
Κι ήταν όλα απλά  σαν ψωμί  και μέλι,
νερό της Κασταλίας πηγής  και θυμάρι της Μάνης.

Μήπως είδες το τραγούδι
που κελάρυζε  στου Τσιτσάνη τις μαγικές χορδές 
έβαφε του Τσαρούχη τους αγγέλους μήνες
κι ολάκερη την ήπειρο του ανθρώπου  σκέπαζε
με το βαθύ αναστεναγμό του Στέλιου
« είμαι τραγούδι είμαι λαός , δεν είμαι σκλάβος κανενός»

Οι ζωντανοί βράχοι  των ναών  ρωτούν  τα  κύματα
που μαστίγωναν άλογοι βάρβαροι και  ορέγονται  παράλογοι  πόθοι.
Μήπως είδες το τραγούδι ;
Κάποιοι είπαν πως κούρνιασε  λυπημένο σε αμέτρητα στήθη σκυφτά
που ψάχνουν αλήθειες και ψέματα κάτω από γλώσσες μπότες βαριές.
Εισπνέοντας αναθυμιάσεις κατοχής
Ζώντας εν λευκώ παραδομένοι

Μα  είναι ατέλειωτη  η μνήμη της γης μου
Άκου πως φέρνει απ’ τα  ευλογημένα βάθη των ονομάτων
τα κωδικά  σήματα
και τις λέξεις  με αίμα  στους τοίχους των αγίων 
Άκου μες  στην καρδιά σου  το  τραγούδι
γυρνώντας  στις μυστικές κατακόμβες  του ίσκιου σου
μακριά απ’ τους γκρεμούς των μεγάλων φώτων.
Μόνο εσύ το τραγούδι μπορείς να  ξυπνήσεις
Μονάχα   εσύ .  

© Σκουρολιάκου Μαρία
 




































Γλωσσοδέτες



     Τα  πρωινά  έγινε ξανά πολύ το φως. Αμέτρητα λαμπιόνια  μα όχι ηλεκτρικά  σε αίθουσες με πίνακες  όμοιους του Πικάσο και μεθυσμένα γράμματα στους  τοίχους  φτιάχνουνε  λέξεις που   ποτίζουν τα  ματόκλαδα.
     Τα πρωινά μες  στα θολά της πόλης σπλάχνα  μπορείς ν’ ακούσεις δυνατούς θορύβους διόλου επικίνδυνους, φωνές  που εξουσιάζουν τρυφερά συλλαλητήρια στο λήθαργο  άχρωμων ημερών.
    Καμπάνες  που χτυπούν μικρά χεράκια και που φυτεύουν  ώρες   με ουρανούς αετόφτερους και μαγεμένες βουκαμβίλιες, που στέλνουν  στο φεγγάρι γράμματα και δεν γνωρίζουνε πως γράφεται η λάσπη.
   Αύριο  στη δίνη του  μινώταυρου  θα ναρκισσεύονται σε μουσικούς καθρέφτες  για το χειροκρότημα , παιδιά που δεν ακινητήσανε  το τεντωμένο  χέρι  να ξαποστάσει μια πεταλούδα, που δε μετρήσανε  τα πεφταστέρια, με δίχως χρόνο να μιλήσουν  γλωσσοδέτες σαν «άσπρη πέτρα ξέξασπρη»  πέφτοντας απ’ το γέλιο στα λασπόνερα, όπως αυτά που κατοικούνε στο αλλού της Δύσης.
   Μονάχα  με οθόνες σαν μπαμπούσκες  αγκαλιά,  πατάνε πλήκτρα  με παράταιρη ακρίβεια σ’ ένα κελί που κουβαλούν  μαζί τους. Οι αλήθειες φεύγουν σε ταξίδι αλαργινό. Ανθίζουνε φιλιά γεμάτα αγκάθια .
      Σε ολόφωτες  αρένες παιδομάζωμα  τα χέρια  στάζουν κόκκινες μπογιές..  
   Τα πρωινά στης πόλης τον παιδόκηπο ακούω  μια  καρδούλα να θέλει  να χαρίσει  στη δασκάλα της  το πιο μεγάλο ποίημα. "Μια μπουκίτσα φιλάκι".
     Μακριά  μια φυσαρμόνικα δακρύζει.  
 © Σκουρολιάκου Μαρία























Το όνομα του κόσμου



Στου θυμαριού το χάδι,
στης μέλισσας  το ευλογημένο στόμα ανασαίναμε,
απ’ τα ουράνια  χρώματα  την άγια τη βροχή,
τρυγώντας το ουράνιο τόξο. 
Αμίλητοι,  το καύμα ταξιδέψαμε,
το ψύχος, το αναγάλλιασμα
τη συντριβή  των λυπημένων.

Η  νύχτα λύνει  τώρα  τα μαλλιά της
κι όλα τα σκοτεινά ξεχύνονται  αβάσταχτα,
σκιές , κραυγές  και  ανομολόγητα.
Θεριεύουν  άγρια  ρεύματα στο πέλαγο
τα   χρόνια   που  απόκριση  γύρεψαν  μάταια..
Στο  αίμα βάφτηκαν αλλόκοτης γιορτής
και ρίχτηκαν σε ανώφελες αρένες. 

Στους  δρόμους  πάλι  ανάβουνε   φωτιές
με  λέξεις  άλλης γλώσσας  από σίδερο.
Μάνες θηλάζουν κόκκινα γαρίφαλα
στις αγορές  των ηττημένων  άστρων.
Τώρα  γνωρίζεις  το όνομα  του κόσμου
ότι,   έξω από μας  οι μέρες ξημερώνουν .
Κι αν μοναχά στη θάλασσα ορκίζομαι
θαύματα  δεν υπάρχουν  δεν το βλέπεις ;

© Σκουρολιάκου Μαρία