Βραχοκλησσιά



Του κάστρου περιδέραιο της ρεματιάς τραγούδι.
Ένα πετράδι πράσινο όλο νερένιες μνήμες
πανάκριβο κι ατίμητο από ψυχές φτιαγμένο.
Του χρόνου μου βραχοκλησσιά με ακοίμητο καντήλι
και άγια εικονίσματα στο σπίτι της καρδιάς μου.
Το κουβαλώ σαν φυλακτό, με κουβαλά σα γέννα.

ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ











Τα χελιδόνια του φθινόπωρου




      Έρχονται πάλι, τιτιβίζοντας, γελώντας και σπαθίζοντας τους δρόμους. Μέλι και γιασεμί, φωνές αηδόνια κι άγρια πουλιά. Χρωματίζουν  τις θλιμμένες  πόλεις και  ομορφαίνουνε τις  ώρες  μας. Τετράδια, μπογιές μολύβια, Νέα, Αρχαία, αριθμοί, υπολογιστές. Πίνακες ζωντανοί, γλυκά πρόσωπα, εμβόλιμα στην αγριάδα και στην κατασκευασμένη ασκήμια.
     Τα  ξυπνητήρια  που θα πάρουνε φωτιά. Οι μπόμπιρες που θα   σηκώσουνε στον ώμο τους τη γη με μία τσάντα. Οι έφηβοι που  θα βαδίζουνε γυμνοί το δρόμο τού αύριο. Τις μέρες τους σαϊτεύει φτερωτός θεός. Αντιπαλεύουνε  το σύστημα, την τάξη,  την αβεβαιότητα, το χάος.
    Κι εμείς στο έλεος μεταλλαγμένης εποχής με αψιθιά και  χείμαρρο στα χέρια. Σε κύκλο ανελέητο του χρόνου καθώς εικόνες θλίψης παρελαύνουν στις οθόνες  και στις ζωές του κόσμου ο πόνος  γευματίζει ασταμάτητα. Κι έχει η ελπίδα μας φθινόπωρο.
   Τα χελιδόνια  θα φωλιάσουν  στα θρανία κι οι  δάσκαλοι, οι τυχεροί, θα ταξιδέψουνε μαζί τους πίνοντας απ’ το αθάνατο νερό να ισορροπούν τους καθημερινούς θανάτους.
    Κι εμείς θα  κρατηθούμε πάλι απ’   τα  μάτια  τους. Θα  κολυμπήσουμε στα καθαρά νερά τους  που λαμπυρίζει της αθωότητας το φως και μας ζητάει τόπο.
Να θυμηθούμε την καρδιά.
Να  μην ξεχάσουμε εκείνο το παιδί που έχει κουρνιάσει στον καθρέφτη, διωγμένο απ’ τα κατά συνθήκη ψέματα.
 Να του ζητήσουμε συγνώμη και να ντραπούμε γιατί μεγαλώσαμε.
 ''ΣΦΡΑΓΙΔΟΛΙΘΟΙ''