Δια-κριτικός λόγος

 
Νίκος Καρούζος
               «Ας μην αφήσουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο» 

«Δεν βλέπω απόψε καλά, τι έχεις; -Έχω ύπαρξη». Γλώσσα, ύπαρξη, χρόνος, οντολογία, «είνε» κι άλλες λέξεις πάνω στην «ανθρακιά της γλώσσας, σύμφωνα με τους στίχους του στην έσχατη συλλογή “Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο” όπου ευχαριστεί την Ελληνική γλώσσα :
«Στόχοι οι στίχοι
με τα τεράστια ελληνικά μου
χαυλιόδοντες αθανασίας».
Έρχεται από το άγιο μηδέν της ποίησης ο Νίκος Καρούζος, φορώντας τον «απόρρητον ήλιο» στα τυφλά του μάτια. «Στην ποίηση χάνεις τα μάτια σου, μαντεύεις», θα πει. Άρρωστος εφ’ όρου ζωής από ύπαρξη, πασχίζει με τη «λεκτική αθανασία» για «μάτωμα πέρα απ’ το αίμα».
Αποκηρύσσει την ύλη και αρνείται το περίπλοκο της τεχνικής εξέλιξης που αφανίζει την απλότητα. «Όταν φωτίζεται κανείς απόνα λυχνάρι είναι πιο βαθύς στους στοχασμούς του». Οντολογεί μέσα στις λέξεις στρατευμένος στην ποίηση, διακονώντας με μανία τον προορισμό της και το «δέος της γραφής της». Η προσήλωσή του εντυπωσιάζει. Κυρίως ενδημούσε στην ουτοπία του ηθικού και πολιτικού, με την πιο φωτεινή του έννοια.
Ασυμβίβαστος, ασκητικός, απέριττος, με στάση ζωής και φωνή που αρνιόταν τις συστημικές διαδρομές του φαίνεσθαι. Εναντιωμένος στην οργανωμένη σκέψη, απελευθερωμένος απ’ το κοινωνικό του εγώ, από τον υλισμό, με την καρδιά να καίγεται «στης ομορφιάς τη θράκα», εσαεί νήπιος, να βλέπει «το φυσικό σαν υπερφυσικό». Ο Νίκος Καρούζος, ο οποίος είχε επιλέξει με πλήρη συνείδηση το ποιητικό του μονοπάτι, βαθιά πάσχων στα κρύα ρεύματα της μεγάλης αγωνίας.
Ταξιδεύω στην ‘Πρώτη Εποχή’ που αποτελεί επιλογή ποιημάτων στην επταετία 1953-1961. Η φωτογραφία του ποιητή στο εξώφυλλο, αποτυπώνει την αλήθεια του, αποκαλύπτοντας μια μορφή επιβλητικά λιτή επιβεβαιώνοντας τα λόγια του: «Είμαι γυμνός, δεν θέλω να έχω καμιά σχέση με την ύλη». «Ξένος είμαι στο σπίτι μου. Ξένος στους δρόμους».
Μόνος να παίζει τις ώρες και τα χρόνια στο όνειρο, στο σκοτάδι, ζωγραφίζοντας λέξεις από μια ανεξάντλητη παλέτα. «Επάγγελμα: η ψυχή μου». Λιτανεύει τον ήλιο, στην παλίνδρομο αρμονία, στην σκοτεινιά του μέλλοντος, σε δυνάμεις που εξουσιάζουν τα νερά. 
‘Η Έλαφος των Άστρων’ αριστουργηματική, ερωτική, υπαρξιακή, ομορφαίνει τη μοίρα. Έρημος σαν τη βροχή που πηγαίνει «στις πηγές». Στην αρχαία και σύγχρονη Ελλάδα, με «φλόγες από αίμα», «Ελεύσεις», «Μνήμη πατρίδας». Πορεύεται «συντριμμένος» στα εικοσιτετράωρα που καίγονται. «Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι». ΕΚΕΚΡΑΞΑ, Ήλιε, πατρίδα μεγάλη».
Η οντολογική αγωνία, οι μεταφυσικές εντυπώσεις από τη ζωή και το θάνατο διατρέχουν όλες τις συλλογές του. Ήχοι των άστρων και του σύμπαντος, μουσικά όργανα σε πολλά ποιήματα, με τη μουσική του Μπαχ να δένει τα δίγνωμα των θρησκειών, ο λόγος του λεηλατεί το άρρητο συναιρώντας το χθόνιο με το θείο.
Στον «Υπνόσακο» δοξάζει τη ζωή μέσα απ την πανδαισία των χρωμάτων, των λουλουδιών, του ουρανού, της μουσικής ξανά, που γίνεται χλωρίδα και πανίδα. Με διαδρομές στην Ιστορία, διαπλέκει τους θεούς και τους τόπους καθώς «ο κόσμος αλλάζει και χορεύουν οι δρόμοι».
Μια παράδοξη ανάφλεξη στο κέντρο μιας εκστατικής γραφής , στις πολλές επόμενες συλλογές του, με Πενθήματα, Λήθη αναμνηστική, Ολιγόλεκτα, Αντινομίες, Βαθυκύανα ποιήματα, όπου καθώς όλα σβήνονται ο υπαρξιακός θρήνος αποτυπώνει σπαραγμό και μια εκλεπτυσμένη τεχνολογία θανάτου.
Καθώς η ποίηση «βυθίζει στο απόλυτο της υπόστασης» και μέσα στην αλληλοπεριχώρηση του χρόνου από το απέραντο χτες ως το αδιάφανο αύριο, το διερώτημα του Νίκου Καρούζου «τι επιμένει στο χρόνο» σε αντιδιαστολή με την οντολογία του επέκεινα απαντά: «ο τρόπος που μπαινοβγαίνουμε στις εποχές. Η τεράστια πόα της μοίρας».
Ο Νίκος Καρούζος, πέρασε από τον κόσμο, μεταποιώντας την οδύνη σε ασυμβίβαστη ποιητική φωνή, για την αγιάτρευτη απελπισία της ύπαρξης, ψηλαφώντας την ιστορικά , καθώς και την Ιστορία υπαρξιακά.
«Αποτοιχίζει την απόγνωση» και υποτάσσει τον αδυσώπητο κλυδωνισμό ανάμεσα στις λέξεις, ρωτώντας: «θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοσμική δυστυχία;» ή παραινώντας: «ας αναπνεύσουμε οράματα... Εργάσου τώρα στου εαυτού την εκμηδένιση».
Αυτός ο ποιητής, αρνήθηκε τη σύνταξη και νοσηλευόταν με χαρτί απορίας. Βαθιά πάσχων μίλησε για τον Έλληνα που «γυρίζει μόνος του . στα χείλη του παντάνασσα σιωπή / Μην του μιλάτε είναι άνεργος / τα χέρια στις τσέπες του είναι σαν χειροβομβίδες…» (Εικόνα). Κι αλλού :
«θα πεθάνω ζητώντας ένα ήλιο στα μεγάλα χρονικά μυστήρια/κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος γαλαξίες / αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας την αλύγιστη βαρύτητα/ δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα / τούτη η χώρα που παιδεύει τα δροσερά Ελληνόπουλα / κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.(Φαρέτριον).
Ο Νίκος Καρούζος είναι ένας τεράστιος ποιητής. Όχι μόνο για την ποιητική του θεολογία με την αντιβία και την πνευματική οιμωγή συνάμα. Γιατί διαθέτει σκληρή ματιά και παράλληλα άγρια στωικότητα.
«Η κοινωνία που φαντάστηκα λέει όχι όχι / δεν πρόκειται να υπάρξω. Συνεπώς η Ανάσταση εγκλωβίζεται πάντα στη λέξη της».
Το «άφες αυτοίς» του αξιακού του κώδικα αυτοαναιρείται σε ποιητικά βάραθρα όπου αποκαθηλώνει το θείο και στύβει την ύλη του πια, για να κρατήσει την ομορφιά της . «Πιστεύω εις έναν ποιητή εκτός ουρανού», γράφει. Ρωτώντας: «Πού πας με τόση ομορφιά; Στο βάθος θάνατος».
Ανεπιτήδευτα αληθινός, ανυπόκριτος, «άρρωστος από ύπαρξη» προσυπογράφει: «η αλήθεια λέγεται πληθυντικός». Γκρεμίζεται σε κάθε βιβλίο όπως έγραφε και απ’ την αρχή κυριευμένος από την ποίηση, την λειτουργεί στην δική του εκκλησιά, ηθικά βιωματικά και συχνά αντιποιητικά με όρους ηφαιστειακής έκρηξης, αφού «η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της. Όλο το ζήτημα είναι να δούμε μοναχά πού βγάζει φλόγες».
Κρατώ με σεβασμό το παγκόσμιο σύνθημά του «Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα / δεν το βλέπεις / αλλά αργότερα κάπου / θα πονέσει ο πολιτισμός» και με τον ίδιο σεβασμό τις προτροπές του .
«Ο κόσμος πρέπει να προχωρήσει» .
«Ας μην αφήσουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο».









Αρτεσιανό



Με αρτεσιανό νερό ζυμώνω άρτους, 
όμως πεινάνε τα πουλιά   
κι ένας  αβυσσαλέος λυγμός                                                   
με ζητιανεύει.

© Σκουρολιάκου Μαρία












Χρώμα Αύριο



                  ''Χρώμα  Αύριο''                    
   Και στα ΒιβλιοπωλείαΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ                







Χέρια



Χέρια μικρά χτυπούν καμπάνες.
Φυτεύουν ώρες με ουρανούς αετόφτερους
και μαγεμένες βουκαμβίλιες.
Στέλνουνε στο φεγγάρι γράμματα
και δεν γνωρίζουνε πως γράφεται η λάσπη
.

© Σκουρολιάκου Μαρία