Πρώτη ύλη



     Το  σπίτιμε τα πέτρινα   σκαλιά,  σε πήγαινε  στη  ζέστη  του τζακιού, στη  λιγοστή  κουζίνα  με τα μπαχαρικά  κι  αρώματα .
     Στης μάνας  τ΄άγια χέρια  που   ζύμωναν το θεϊκό  ψωμί  και μέλωναν φλούδες πορτοκαλιού  τ΄απόβραδο.
     Το  σπίτι  με τις μικρές τις κάμαρες , που αντηχούσαν  όλους τους  ήχους της  χαράς  και της  βροχής  το δάκρυ,  καθώς έπεφτε,  από τις χαραμάδες τ΄ουρανού.
     Το σπίτι  με την ξύλινη εξώπορτα,  που έδιωχνε το φόβο σαν βρυχότανε  στα σκοτεινά περάσματα  της παιδικής  μας σκέψης.
     Το  σπίτι ,  που φύλαγε  σε κάθε σπιθαμή του , όνειρα, λόγια και σιωπές,  μα  πιό πολύ  τη ζυγαριά,  με όσα,   αυτή μας  δόθηκε .
     Κατέβηκα  τ΄ασάλευτα σκαλιά  με  μια αγκαλιά αισθήματα , δώρημα  στους  ανθρώπους  που  ήρθαν και  που  θάρθουν .
     
     Το σπίτι,  με τις οριστικές  τις  απουσίες . Με    λυγισμένα   πόδια περπατώ,  στα απαράλλαχτα  παρτέρια της αυλής του,  που ανθίζουνε,  σαν να μην έφυγε   κανείς.
   Κάθομαι  πάλι στα σκαλιά , πλάι  στην αχλή των  ίσκιων και στις υγρές  περπατησιές  της  νοσταλγίας ,  μέσα σε λέξεις ευλογητικές,  που δε μισεύτηκαν ποτέ .
     Σε   αστρικές    φωνές  και  πολιούχα  βλέμματα,  που  στάζουν   βάλσαμο,  στις ώρες  τις  ανάδρομες  που αχνίζουν .
     Κι  ανακαλώ   μαλάματα  και φυλαχτά  κι  αγάπη που δεν ξέρει θάνατο.
     Μαλάματα  και φυλαχτά !


© Σκουρολιάκου Μαρία
































Τα πρόσωπα της βίας



Στα πεζοδρόμια  της ψυχής,  παιδιά δακρύζουν
και  στις στοές  του νου
κουρνιάζουν   άστεγοι,
καθώς σιμώνουν οι  ανθρωποφύλακες
με τις πλαστές ελευθερίες .
Σε λίγο η ελπίδα θα εξοριστεί .
Στο σώμα θα περνούν ερπύστριες
κι  η λιγοστή κραυγή που μένει,
στατιστική σιωπή θα μετριέται.
Πού πας με τους καινούργιους Δαναούς 
που παραμόρφωσαν της Ιλιάδας τα πεδία
και την  Οδύσσεια δίχως νόστο ναυαγούν;
Πού πας;
Τα πρόσωπα της βίας ναρκισσεύονται
στην πιό μεγάλη εισβολή του πόνου .
Ξανά τους χθεσινούς νεκρούς
η Ιστορία προσκαλεί
τις λέξεις της αγάπης να φωτίσουν.
Τις λέξεις που φοράνε τριαντάφυλλα
κι ακάθεκτες ορμάνε μες το ψέμα .
Στα πεζοδρόμια της ψυχής , παιδιά  ματώνουν..

 © Σκουρολιάκου Μαρία















 

Oι μνηστήρες



Χρόνους   πολλούς  το σπίτι  επίταξαν
ασύστολα και βάναυσα ,
το στάρι ,το κρασί , τα πλείστα  αγαθά  τρυγώντας.
Τον κόπο , τον αγώνα  και  τα  προγονικά  θεμέλια  βεβηλώνουνε.
Τρομάζουμε  τους άμοιρους  τους υποτακτικούς
κι άλλοτε  με ωραία τάματα  τους   ξεγελούνε.
Τον οργισμένο γόνο  εξαπόστειλαν στην ξενιτειά ,
να φύγει,  να μη βλέπει,  να ξεχάσει.
Στην ερημιά  εξορίσανε τον  Εύμαιο , πιστό του οίκου  φύλακα, 
όσο  ν΄αποδημήσει  πικραμένος.
Η γαλαζόματη  κυρά,  με το μαράζι και τη στέρηση
ράβει - ξηλώνει  το πανί της σύνεσης
απέναντι  στου  Αντί-νοου  τα θολά τεχνάσματα.
Πρώτος αυτός,  ο δυνατός,  στοχεύει το μυαλό και το δουλώνει.
Κι  ο  Ευρύ-μαχοςαδίσταχτος, μ΄όλα τα μέσα κατοχεύει.
Ο Αμφί-νομος , ο άλλος,  ο αχρείος  διεκδικητής
έργο  βαρύ   ανέλαβε , τους νόμους   δίγνωμους   να λέει,
κάθε  φωνή  κι  αντίρρηση  σιωπώντας .
Σύσσωμο το προσωπικό  του οίκου   κατευθύνει ο  Αγέ-λαος ,
σαν το κοπάδι  να πορεύεται 
υπάκουο  στων μνηστήρων τα προστάγματα.

Μα ο  Οδυσσέας  με της προμάχου  Αθηνάς  την πάνσοφη ορμήνια
ζητιάνος  έρχεται , χλευάζεται  και λοιδωρείται .
Παρατηρεί   και   βλέπει και προσμένει,  την πεπρωμένη ώρα,
με το  ευλογημένο βέλος,  πρώτα  στοχεύοντας
τη φλέβα του  Αντί-νοου.
Αυτή τη  φλέβα πούναι  στο λαιμό 
να του κοπεί  η δόλι-α  λαλιά  που χρόνια παραλλάζει
του κόσμου του τη νόηση .
Ύστερα  τους  υπόλοιπους  μνηστήρες 
τους άθλιους συλητές,  θα αφανίσει.
Ο Οδυσσέας,  που βαπτίστηκε  σε  άγρια πέλαγα ,
κι  αναμετρήθηκε  με  ανθρώπινα θεριά  και θεία,
του  Άδη τέλος κατεβαίνοντας τα βάραθρα
να  διδαχτεί του θάνατου  και  της  ζωής το διάφορο.
Του  σκλάβου  και του λεύτερου  το ζύγι.
Ο Οδυσσέας , ο  πολύπαθος ,  όπου  γνωρίζει τί θα πει Πατρίδα!


© Σκουρολιάκου Μαρία