Χρόνους πολλούς
το σπίτι επίταξαν
ασύστολα
και βάναυσα ,
το
στάρι ,το κρασί , τα πλείστα αγαθά τρυγώντας.
Τον
κόπο , τον αγώνα και τα
προγονικά θεμέλια βεβηλώνουνε.
Τρομάζουμε
τους άμοιρους τους υποτακτικούς
κι
άλλοτε με ωραία τάματα τους ξεγελούνε.
Τον
οργισμένο γόνο εξαπόστειλαν στην
ξενιτειά ,
να
φύγει, να μη βλέπει, να ξεχάσει.
Στην
ερημιά εξορίσανε τον Εύμαιο , πιστό του οίκου φύλακα,
όσο ν΄αποδημήσει
πικραμένος.
Η
γαλαζόματη κυρά, με το μαράζι και τη στέρηση
ράβει
- ξηλώνει το πανί της σύνεσης
απέναντι στου
Αντί-νοου τα θολά τεχνάσματα.
Πρώτος
αυτός, ο δυνατός, στοχεύει το μυαλό και το δουλώνει.
Κι ο
Ευρύ-μαχος, αδίσταχτος, μ΄όλα τα
μέσα κατοχεύει.
Ο
Αμφί-νομος , ο άλλος, ο αχρείος διεκδικητής
έργο βαρύ
ανέλαβε , τους νόμους
δίγνωμους να λέει,
κάθε φωνή
κι αντίρρηση σιωπώντας .
Σύσσωμο
το προσωπικό του οίκου κατευθύνει ο
Αγέ-λαος ,
σαν
το κοπάδι να πορεύεται
υπάκουο στων μνηστήρων τα προστάγματα.
Μα
ο Οδυσσέας με της προμάχου Αθηνάς
την πάνσοφη ορμήνια
ζητιάνος έρχεται , χλευάζεται και λοιδωρείται .
Παρατηρεί και
βλέπει και προσμένει, την πεπρωμένη
ώρα,
με
το ευλογημένο βέλος, πρώτα
στοχεύοντας
τη
φλέβα του Αντί-νοου.
Αυτή
τη φλέβα πούναι στο λαιμό
να
του κοπεί η δόλι-α λαλιά
που χρόνια παραλλάζει
του
κόσμου του τη νόηση .
Ύστερα τους
υπόλοιπους μνηστήρες
τους
άθλιους συλητές, θα αφανίσει.
Ο
Οδυσσέας, που βαπτίστηκε σε
άγρια πέλαγα ,
κι αναμετρήθηκε
με ανθρώπινα θεριά και θεία,
του Άδη τέλος κατεβαίνοντας τα βάραθρα
να διδαχτεί του θάνατου και
της ζωής το διάφορο.
Του σκλάβου
και του λεύτερου το ζύγι.
Ο
Οδυσσέας , ο πολύπαθος , όπου
γνωρίζει τί θα πει Πατρίδα!
©
Σκουρολιάκου
Μαρία