Το
σπίτι, με τα πέτρινα σκαλιά,
σε πήγαινε στη ζέστη
του τζακιού, στη λιγοστή κουζίνα
με τα μπαχαρικά κι αρώματα .
Στης μάνας τ΄άγια χέρια που ζύμωναν το θεϊκό ψωμί και μέλωναν φλούδες πορτοκαλιού τ΄απόβραδο.
Στης μάνας τ΄άγια χέρια που ζύμωναν το θεϊκό ψωμί και μέλωναν φλούδες πορτοκαλιού τ΄απόβραδο.
Το σπίτι με τις μικρές τις κάμαρες , που
αντηχούσαν όλους τους ήχους της
χαράς και της βροχής
το δάκρυ, καθώς έπεφτε, από τις χαραμάδες τ΄ουρανού.
Το σπίτι με την ξύλινη εξώπορτα, που έδιωχνε το φόβο σαν βρυχότανε στα σκοτεινά περάσματα της παιδικής
μας σκέψης.
Το σπίτι , που φύλαγε
σε κάθε σπιθαμή του , όνειρα, λόγια και σιωπές, μα πιό
πολύ τη ζυγαριά, με όσα, αυτή μας
δόθηκε .
Κατέβηκα τ΄ασάλευτα σκαλιά με μια
αγκαλιά αισθήματα , δώρημα στους ανθρώπους που ήρθαν και που θάρθουν .
Το σπίτι, με τις οριστικές τις απουσίες . Με λυγισμένα πόδια περπατώ, στα απαράλλαχτα παρτέρια της αυλής του, που ανθίζουνε, σαν να μην έφυγε κανείς.
Κάθομαι πάλι στα σκαλιά , πλάι στην αχλή των
ίσκιων και στις υγρές περπατησιές
της νοσταλγίας , μέσα σε λέξεις ευλογητικές, που δε μισεύτηκαν ποτέ .
Σε αστρικές
φωνές και πολιούχα βλέμματα,
που στάζουν βάλσαμο,
στις ώρες τις ανάδρομες
που αχνίζουν .
Κι ανακαλώ μαλάματα
και φυλαχτά κι αγάπη που δεν ξέρει θάνατο.
Μαλάματα και φυλαχτά !
©
Σκουρολιάκου
Μαρία