Ασθμαίνουσα η ψυχή , ξεφυλλίζει ερίτιμα αρχεία . Λεπτή φαγεντιανή, δαμάσκο
και ατλάζι .
Της
πασχαλιάς μωβ άρωμα φυσά . Σύννεφα νυχτοπούλια
στου καιρού το ανεμολόγιο. Ατέρμονη του
νου η
γλώσσα , κάθε γραμμένο ιχνηλατεί
.
Ήχοι του πόνου , πέτρα μνήμη, άγρια
περάσματα .
Ζώντας για χρόνια σε παλίρροιες σπαραγμών , στης πίκρας
ύστερα τα χαρακώματα , φοβήθηκαν
ν΄αγαπούν. Μάτια της τρυφεράδας και της
ανοιχτής πληγής. Αισθήματα
γερμένα και σώματα
τριγμένα απ΄τη στέρηση .
Ζυμώνοντας το φως με
θραύσματα και ερείπια , υψώνοντας
το δισκοπότηρο στο αύριο.
Σας
ακούω, όταν τις νύχτες περπατάτε
πίνοντας το κρασί
της νέκυιας στην εγκοπή του χρόνου. Όταν ανάβετε στο διάκενο λυσίπονες σιωπές μέχρι την πόρτα. .
Μέχρις εκεί που η αλήθεια , μισή από πάντα, όλο συντρίβεται κι όλο στοιχειώνει στο καταπέτασμα .
Εκεί,
που η ζωή, γίνεται χτες ανέκκλητα
και συμπληρώνει αγέρωχος ο
θάνατος, την πιο ανομολόγητα
πικρή επετηρίδα κι ας είναι καμωμένη, από
λεπτή φαγεντιανή , δαμάσκο και
ατλάζι.
©
Σκουρολιάκου
Μαρία