Έρημος είναι , γεμάτη λόγια ανάδρομα
, με πρωινά λευκαντικά χαμόγελα ,
φτιασιδωμένη ευγένεια, γεύματα που
μοιράζονται στα μάτια και συντροφιές
χορευτικές . Οι μαριονέτες, ντυμένες
λάμψη επιβλητική , βγαίνουνε στα
ψηλά παράθυρα , χαρίζοντας αδελφικούς
χαιρετισμούς . Είδωλα παρελαύνοντας ακάθεκτα , με πλαστικούς μαστούς ταϊζουν
τις οθόνες .
Τις Κυριακές συσσίτια μοιράζει η μετάλλαξη , το πιο αλμυρό
του πόνου δώρισμα , καθώς της άγιας θάλασσας το μπλε,
μακραίνει ολοένα και η
ίση μεταχείριση του ήλιου
υποθηκεύεται σε ράφια φαρμακείων
και σε κατόχους, που χαρτογραφούν
στεριές και πέλαγα , με θυρεούς
μεσαιωνικούς σφραγίζοντας τη
γλώσσα.
Έξω ο ήλιος δαγκώνει το φως του .
Η αιθαλομίχλη τοξικά υφαίνει σχήματα
και η σιωπή του κόσμου ξεκουφαίνει . Ακινητεί μες το
ακατανόητο. Σκαλώνει σε γενόσημες
ελπίδες. .
Σημασίες και θέλω
ξεθωριάζουν , σε ξεπλυμένα τάματα. Κυλούν σπαταλημένα χρόνια,
μες τα ερείπια των άστρων . Μεσίστια όνειρα βυθίζονται σε εξόριστα τραγούδια . Ξημερώνουν
τραύματα νεογέννητα κι αθροίζονται στον αμείλικτο σωρό .
Οι μάζες ανασαίνουνε υπόγεια .
Δεν είναι Κηφισιά. Είναι Κυψέλη .
Αστυπάλαιας και Πόρου. Γκρίζο βαθύ
και νύχτα απ΄το χάραμα. Κουρνιάζουν περιστέρια στα
σκονισμένα ακροκέραμα ,
κρώζοντας μαυρισμένα χέρια. Η απόγνωση καταμεσής στην άσφαλτο
σκουπίζει πρόσωπα θολά .
Το αύριο, περιφέρεται
στους δρόμους λαβωμένο .
Τις
νύχτες , οι καρδιές, του δένουν τις
πληγές και το στεριώνουν όρθιο στη μέση του σπιτιού , να
ξημερώσει πάλι …
©
Σκουρολιάκου
Μαρία