«Τόσο πυκνό το σκότος
Πώς να ξεχάσω;»
Αργύρης Σφουντούρης
Πώς να ξεχάσω;»
Αργύρης Σφουντούρης
10 Ιούνη 1944. Το
Δίστομο πενθεί τους νεκρούς του. Εκείνο το μαύρο
απόγευμα, 218 γυναίκες ,παιδιά, γέροι και λίγοι άνδρες,
ονόμασαν με το αίμα τους την απόλυτη
φρίκη σε μια προμελετημένη τελετή τρόμου
από τους Γερμανούς ναζί. Τους κατακτητές, που έδωσαν το απόλυτο παράδειγμα του ανθρώπινου κτήνους.
Εικόνες
μαύρης μνήμης από τη γραφή του Τάκη Λάππα , λίγες μέρες μετά τη σφαγή:
- Στο σπίτι του παπά Σωτήρη, όπου μάζεψαν καμιά 15ριά, τους γάζωσαν μαζικά. Η παπαδιά εξιστορεί: «Εγώ τη στιγμή που μας βάλανε στο τουφεκίδι βύζαινα το κοριτσάκι μου, ενός χρόνου. Μου ρίξανε τρεις σφαίρες. Η μια μου χάλασε το ζερβί χέρι, η άλλη με πήρε ξώπετσα κάτω από τ’ αυτί. Η Τρίτη χτύπησε τη Μαργαρίτα μου. Της άνοιξε το κεφάλι κι όπως την κράταγα στην αγκαλιά μου τα μυαλά της πεταχτήκανε στα μούτρα μου»…
- Σε άλλο σπίτι βρίσκουν τη Φροσύνη Σταθά, που βύζαινε το αβάπτιστο βρέφος της, εφτά μηνών. Τη σκοτώνουν ενώ το ανίδεο βρέφος εξακολουθεί να βυζαίνει τη νεκρή. Κόβουν από το βυζί τη ρώγα της μάνας που απομένει στο στόμα του βρέφους, και ύστερα το στραγγαλίζουν. Με τη λόγχη ανοίγουν την κοιλιά του, βγάζουν τα σπλάχνα του και τα περιτριγυρίζουν στο λαιμό του. Το άλλο παιδάκι της οικογένειας, τον Γιάννη, τριών χρόνων, το σκοτώνουν και με την μπότα τους του λιώνουν το κεφάλι. Η πεντάχρονη κόρη Ελένη κρύβεται να σωθεί, την ανακαλύπτουν, της ανοίγουν την κοιλιά με την ξιφολόγχη και την πετάνε στο δρόμο…
-Μια έγκυο, τη Διαμάντω Ζάκκα, και τον άντρα της, τους σκοτώνουν σπίτι τους με αυτόματο. Ανοίγουν με λόγχη την κοιλιά τη Διαμάντως, βγάζουν το έμβρυο, το ποδοπατάνε και το λιώνουν… Παραδίπλα στο σπίτι του Γιάννη Τσεκούρα, συγγενείς είχαν μαζευτεί για μνημόσυνο. Τα αυτόματα κροτάλισαν, τα πτώματα έγιναν σωρός πνιγμένα στο αίμα… Σε άλλο σπίτι τους εβδομηνταπεντάρηδες γέρους, τον Αγγελή και τη Θεοφανή Κοκκίνη, τους κόβουν το κεφάλι με μπαλτά…
- Ένας νέος ξεψυχά λαβωμένος στο κατώφλι του σπιτιού του, ο Μήτσος Γιωργακός. Τρέχουν κλαίγοντας η μάνα του και οι δυο αδελφές του, Γιαννούλα και Ουρανία, βλέποντας τον νεκρό, για να τον βάλουν μέσα. Τις γαζώνουν με σφαίρες. Τον πατέρα τον είχαν σκοτώσει στο χωράφι...
- Στου Ν. Κουτριάρη σκοτώνουν τα τέσσερα παιδιά του. Στα δύο πρώτα τους ανοίγουν την κοιλιά. Τη Μαριέττα Φιλίππου, έγκυο, την ξεκοιλιάζουν με μαχαίρι, βγάζουν το έμβρυο και λογχισμένο το πετάνε από το παράθυρο. Την ίδια την αφήνουν να αργοπεθαίνει μαρτυρικά χωρίς να της δώσουν τη λυτρωτική χαριστική βολή...
- Στο σπίτι του Λουκά Σταύρου, ανάπηρου του ελληνοϊταλικού πολέμου, τους σκοτώνουν όλους. Την τετράχρονη κόρη του Παναγιώτα, αφού τη βασανίζουν, της κόβουν το κεφάλι… Η Λουκούλα Μπάρλου με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά, τρέχει να κρυφτεί. Τη βλέπουν οι ναζί, τη γαζώνουν, πέφτει στο χώμα, όλοι νεκροί... Την οικογένεια Λιάσκου, πεθερός, νύφη, δυο εγγονάκια, τους κομματιάζουν. Τα δυο παιδάκια, Νικόλας πέντε και Δημήτρης ενός χρόνου, βρέθηκαν σε φρικτή κατάσταση. Δεν υπήρχε χέρι ή κεφάλι στη θέση του…
- Τον μικρό Στάθη Σταθά, έξι χρόνων, τον βρίσκουν μόνο του στο σπίτι. Τον βασανίζουν άγρια. Με μαχαίρι κόβουν τις σάρκες του στα μπούτια και τον αφήνουν να πεθάνει στραγγίζοντας από αίμα… Στα παιδιά του Σταθά, την Ελένη πέντε χρόνων και τον Γιάννη τριών, τους κόβουν με μαχαίρι το λαιμό, ενώ το τριμηνήτικο βρέφος το λογχίζουν πολλές φορές και το αφήνουν στην κούνια του…
- Σε ένα κατώι είναι κλεισμένοι χωριανοί για να κρυφτούν. Οι γερμανοί τους βρίσκουν και τους γαζώνουν. Πυροβολούν και τα βαρέλια με κρασί, και φεύγουν. Χύνεται το κρασί, τσούζει τις πληγές ενός μικρού, βάζει τα κλάματα, οι γερμανοί γυρίζουν, βλέπουν το παιδί και το πυροβολούν στο κεφάλι. Φεύγουν γελώντας. Ένας επέζησε και τα εξιστόρησε… Η Ασήμω Σωτηρίου κάθεται στο Τζάκι καθώς ακούει τους γερμανούς να ανεβαίνουν τη σκάλα. Κρύβει τον εγγονό της κάτω από τα μακριά χωριάτικα φουστάνια της. Τη γαζώνουν και φεύγουν. Ο εγγονός επέζησε! (σ.σ. Η οικογένεια του γράφοντος δεν απέφυγε το σκοτωμό: Τη μάνα του πατέρα μου τη σκότωσαν. Την αδερφή του και το αβάπτιστο κοριτσάκι της, τις διαπέρασαν με ξιφολόγχη, έτσι όπως το κρατούσε στην αγκαλιά της…)
- Υπήρξε και μια φωτεινή στιγμή, η μοναδική μέσα σε αυτή την κόλαση αίματος και τρόμου, που σε κάνει πάντα να ελπίζεις στους ανθρώπους. Ενας γερμανός με αυτόματο ανεβαίνει τις σκάλες σπιτιού, βλέπει έντρομους καμιά 15ριά ανθρώπους να περιμένουν το τέλος. Τους γνέφει να σωπάσουν, λέει τη λέξη «καπούτ» και πυροβολεί πάνω από τα κεφάλια τους. Τους φάνηκε δακρυσμένος. Βγαίνει χτυπώντας δυνατά την πόρτα, κατεβαίνοντας σκοτώνει ένα σκυλί, για ξεκάρφωνα, και λέει σε μια ομάδα που ερχόταν, δείχνοντας το σπίτι, κάτι που φάνηκε ότι περιείχε τη λέξη «καπούτ». Η ομάδα έφυγε, οι χωριανοί γλύτωσαν…
(Αυτές ήταν λίγες μόνο σκηνές από την ανείπωτη σκληρή τραγωδία, από την απόλυτη φρίκη που έζησε το Δίστομο τέτοια μέρα το ’44. Ευτυχώς, όσο είναι ευτυχώς, ήταν μέρες θερισμού, οι χωρικοί βρίσκονταν στα σταροχώραφα. Αλλιώς τα θύματα θα ήταν περισσότερα).
Κείνο το θανατερό βράδυ του Ιούνη, στα ματωμένα χωμάτινα σοκάκια του χωριού, βρήκε τα πτώματα ξεκοιλιασμένα, έρημα, μοναχικά. Μόνο το αεράκι τους χάιδευε τα μαλλιά. Δίπλα τους λίγα σκυλιά που γλύτωσαν τις σφαίρες, σαν ακοίμητοι φρουροί αλυχτούσαν πονεμένα, ενώ ο ουρανός από το απόγευμα γέμισε με ένα σύννεφο από κοράκια που μύρισαν τσιμπούσι….
Οι ζωντανοί αλλόφρονες. Ο προαιώνιος νόμος απαιτούσε να μοιρολογήσουν και να θάψουν τους δικούς τους. Ομως η φρίκη και ο τρόμος μήπως ξαναγυρίσουν οι ναζί, τους έστειλε με την ψυχή στο στόμα σε ρουμάνια, μαντριά και κοντινές σπηλιές. Την άλλη μέρα, με την ψυχή στο στόμα, άρχισαν να ξεμυτίζουν ολοφυρόμενοι, με πόνο που για πολλούς δεν λέει να φύγει…"