Στου
θυμαριού το χάδι,
στης
μέλισσας το ευλογημένο στόμα ανασαίναμε,
απ’
τα ουράνια χρώματα την άγια τη βροχή,
τρυγώντας
το ουράνιο τόξο.
Αμίλητοι, το καύμα ταξιδέψαμε,
το
ψύχος, το αναγάλλιασμα
Η νύχτα λύνει
τώρα τα μαλλιά της
κι
όλα τα σκοτεινά ξεχύνονται αβάσταχτα,
σκιές
, κραυγές και ανομολόγητα.
Θεριεύουν άγρια
ρεύματα στο πέλαγο
τα χρόνια
που απόκριση γύρεψαν
μάταια..
Στο αίμα βάφτηκαν αλλόκοτης γιορτής
και
ρίχτηκαν σε ανώφελες αρένες.
Στους δρόμους
πάλι ανάβουνε φωτιές
με λέξεις
άλλης γλώσσας από σίδερο.
Μάνες
θηλάζουν κόκκινα γαρίφαλα
στις
αγορές των ηττημένων άστρων.
Τώρα γνωρίζεις
το όνομα του κόσμου
ότι, έξω από μας
οι μέρες ξημερώνουν .
Κι
αν μοναχά στη θάλασσα ορκίζομαι
θαύματα δεν υπάρχουν
δεν το βλέπεις ;
©
Σκουρολιάκου
Μαρία