Τα πρωινά έγινε ξανά πολύ το φως. Αμέτρητα
λαμπιόνια μα όχι ηλεκτρικά σε αίθουσες με πίνακες όμοιους του Πικάσο και μεθυσμένα γράμματα στους
τοίχους φτιάχνουνε λέξεις που
ποτίζουν τα ματόκλαδα.
Τα πρωινά μες στα θολά της πόλης
σπλάχνα μπορείς ν’ ακούσεις δυνατούς
θορύβους διόλου επικίνδυνους, φωνές που
εξουσιάζουν τρυφερά συλλαλητήρια στο λήθαργο άχρωμων ημερών.
Καμπάνες που χτυπούν μικρά
χεράκια και που φυτεύουν ώρες με
ουρανούς αετόφτερους και μαγεμένες βουκαμβίλιες, που στέλνουν στο φεγγάρι
γράμματα και δεν γνωρίζουνε πως γράφεται η λάσπη.
Αύριο στη δίνη του μινώταυρου
θα ναρκισσεύονται σε μουσικούς καθρέφτες
για το χειροκρότημα , παιδιά που δεν ακινητήσανε το τεντωμένο
χέρι να ξαποστάσει μια πεταλούδα,
που δε μετρήσανε τα πεφταστέρια, με
δίχως χρόνο να μιλήσουν γλωσσοδέτες σαν «άσπρη πέτρα ξέξασπρη» πέφτοντας απ’ το γέλιο στα λασπόνερα, όπως αυτά
που κατοικούνε στο αλλού της Δύσης.
Μονάχα με οθόνες σαν
μπαμπούσκες αγκαλιά, πατάνε πλήκτρα με παράταιρη ακρίβεια σ’ ένα κελί που
κουβαλούν μαζί τους. Οι αλήθειες φεύγουν σε ταξίδι αλαργινό. Ανθίζουνε φιλιά γεμάτα αγκάθια .
Σε
ολόφωτες αρένες παιδομάζωμα τα
χέρια στάζουν κόκκινες μπογιές..
Τα πρωινά στης πόλης τον παιδόκηπο ακούω μια καρδούλα να θέλει να
χαρίσει στη δασκάλα της το πιο μεγάλο ποίημα. "Μια μπουκίτσα φιλάκι".
Μακριά μια φυσαρμόνικα δακρύζει.
©
Σκουρολιάκου
Μαρία