Κατέβηκε στην αποθήκη. Απ’
όταν «έφυγε» η μάνα
της, δεν είχε ξανανοίξει το μικρό μπαούλο. Τα ρούχα της, τα πήγε στην αλληλεγγύη, να πιάσουν τόπο. Είχε κρατήσει μοναχά τη συλλογή των ιερών της.
Έσυρε
έξω το μικρό κουτί κι
άδειασε με ευλάβεια το περιεχόμενο. Τα πρεσβυωπικά γυαλιά με τον πελώριο σκελετό. Το ξεφτισμένο πορτοφόλι με δυο
δραχμές και το Φύλλο Πορείας του πατέρα με τη φωτογραφία του στο στρατό.
Ένα σημείωμα απ’ τα χέρια της μισοσκισμένο
κι ανορθόγραφο: «έχω 4 στρέματα με 120 ελαιώδεντρα» και παρακάτω: «να μη ξεχάσω να δω
στο Άλφα Πέμτη τη μητέρα που έδοσε το μορώ Τετάρτη το σπήτη κοντά στη θάλασα». Ένα καφέ χτενάκι
απ’ τα μαλλιά της και το μαντήλι το μεταξωτό,
που φόρεσε στο γάμο του εγγονού
της, να σπάσει τα κατάμαυρα, μέρα που ήταν. Η μάνα, το άγγιζε αμήχανα, εκεί που
έπεφτε στο στήθος της σαν να ντρεπόταν
και μες στο βλέμμα της έβρεχε δάκρυ
δίκοπο.
Το μαντήλι είχε φόντο γκρι με
μπεζ, καφέ και άλλες γήινες πινελιές. Ανάμεσά τους, μοτίβα με φοινικοκλάδια που αντάμωναν
με ανθάκια μολυβί.
Πήρε στα χέρια το μαντήλι. Το
έσφιξε στις χούφτες της. Ένιωσε τη ζεστασιά του κι ανάπνευσε τη μυρωδιά του
ομφάλιου λώρου που ήταν ραμμένος πάνω
στο κορμί της. Το ακούμπησε στο πρόσωπο
σα χάδι. Ρίγησε. Το τύλιξε ύστερα
γύρω απ’ το λαιμό της. Έμεινε ώρα εκεί, φορώντας το.
Η φωνή της μάνας ηχούσε μέσα της: «η γυναίκα είναι ο λαιμός παιδάκι μου. Όπου γυρίσει ο
λαιμός, γυρνάει και το κεφάλι».
Δίπλωσε τρυφερά το μεταξωτό
μαντήλι. Μ’ ένα απέριττο υγρό φιλί, το έβαλε απαλά στη συλλογή των ιερών της.
©
Σκουρολιάκου
Μαρία