Ο Γιάννης Β. Κωβαίος σε 5+1 ποιητικές αποδράσεις απ’ τον παλιό τον χρόνο
Με τις ποιήτριες Μαρία Σκουρολιάκου, Εύα Νεοκλέους, Χρύσα Αλεξοπούλου και τους ποιητές Γιώργο Γεωργούση, Κυριάκο Συφιλτζόγλου, Δημήτρη Αγγελή/ Ηλεκτρονικό ''Frear''
Πού
να χωρέσεις τους ποιητές μας σε 5 επιλογές; Με συνειδησιακές
συγκρούσεις και υπερβάσεις, επομένως, παραθέτω τις τυπικές 5 και
προσθέτω σαν δώρο, όπως στις εξάδες με τα εμφιαλωμένα νερά –άλλωστε τι
φρέαρ θα είμασταν;– αυτή του διευθυντή μας, επειδή θα ήταν άδικο να
μένει ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του «έξω του νυμφώνος»:
1. Γιώργος Γεωργούσης, Η σαρκοφάγος του ήλιου, Γαβριηλίδης, Αθήνα.
Με τη συλλογή αυτή ο
Γεωργούσης ολοκληρώνει μια τριλογία, που κατά τον ίδιο θα μπορούσε να
έχει τον τίτλο «Η τριλογία του Συμπαίκτη»: Πρέπει να γίνουμε
σταυραδέρφια, ν’ ανακατέψουμε τα αίματα, / είπαν τότε οι παλιοί μου
συνωμότες. / Να χάσουνε όλοι τα ίχνη, να μην τα βρίσκει / μήτε ο
θάνατος. Και τότε άσ’ τον να βουρλίζεται / να γυρεύει τον αληθινό
συμπαίκτη. Καθώς, μάλιστα, ο ποιητής δεν μπορεί να απεκδυθεί την ειδίκευσή του στην καρδιολογία και κάθε τόσο πιάνει τη βασιλόφλεβα του λαιμού, η εναγώνια διάγνωση του ανθρώπινου πεπρωμένου παίρνει διαστάσεις σπαρακτικές: Ανάμεσα
σε δυο αναπνοές κι ένα όνειρο / πάει χαράμι ο καιρός. Πώς θα μπορούσε,
λοιπόν, να τα καταφέρει ο ήλιος; Πώς να μείνει εκτός σαρκοφάγου;
Θαρσείτε, φίλοι! Δεν έχει ένστικτο ο θάνατος· / μόνο καθήκον.
2. Μαρία Σκουρολιάκου, Χρώμα αύριο, Λαμία (αυτοέκδοση).
Την 4η συλλογή της
ποιήτριας του βιώματος διαβρέχει η χαρμολύπη, αφού την αφιερώνει μεν
«στην ιερή μνήμη του αδερφού» της, έχοντας πάντως προοικονομήσει ήδη από
τον τίτλο «χρώμα αύριο». Γνωρίζει ότι έχει ένα χρέος ο αεί ποιητής: να
μιλάει, να αγαπάει, να πολεμάει, να ξαγρυπνάει. Και η ίδια το
επωμίζεται· Απόμεινα εξ αίματος η μόνη. Ωστόσο, σφιχτά κρατιέμαι απ’ τις προσφωνήσεις / να μη γλιστρήσω στων δακρύων την ακράτεια. Η Σκουρολιάκου δεν υποστέλλει τη γραφίδα: Τώρα
γνωρίζεις το όνομα του κόσμου. / Και μη μου λες για εικόνες που
δακρύζουν. / Για κείνα τα ματάκια που στεγνώνουνε στην έρημο / κανένα
θαύμα έχεις;
3. Εύα Νεοκλέους, Σημάδια για το δρόμο, Ακτίς, Λευκωσία.
Φιλόλογος σε λύκεια της Κύπρου η Νεοκλέους είχε έως τώρα καταπιαστεί με μελετήματα για τη Νεότερη Ιστορία του νησιού. Τα Σημάδια
είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή, στην οποία έκανε καταθέσεις ιδίων
κεφαλαίων, προσδοκώντας όχι βέβαια κέρδη από τόκους, αλλά συνεργούς στην
ευφροσύνη και συνάμα στην πίκρα της εξομολόγησης: Κλέβω πινέλα / από την αγκαλιά του ουρανού / και ζωγραφίζω / το μοναδικό φιλί σου. Μα σε αντίστιξη: Εκείνες τις μικρές λεξούλες / που σου χάρισα / τις θέλω πίσω. / Τώρα που αλλάζει ο καιρός / ανησυχώ μήπως παγώνουν… Ποιος να το ’λεγε; Κάποτε: Ποίηση μονάχα εσύ. / Κι ας μην το ξέρεις. Και τώρα: Αφού δεν έχεις και τίποτε / να προσθέσεις στο φεγγάρι, / μην μπεις στον κόπο. / Έτσι κι αλλιώς / «είμαι καλά». Χωρίς τα εισαγωγικά, άλλωστε, δεν γίνεσαι εύκολα ποιητής…
4. Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου, Φάος φάος φάος φως, Γαβριηλίδης, Αθήνα.
Μία ακόμη φιλόλογος
–διακεκριμένη στην επιστήμη, ώριμη και, ως εκ τούτου, χαμηλών τόνων
ποιήτρια– μας δώρισε «φως» μεσούντος του «Έτους Φωτός». Ίσως η κυοφορία
του να ήταν μια νέα τυραννία, όπως το μαρτυρούν στον τίτλο και οι
πολλαπλές ωδίνες μέχρι τη συναίρεση… (Έτσι κι αλλιώς / στο Φως ποτέ / δεν φθάνεις κατευθείαν).
Όμως η είσπραξή του απόλαυση! Οι 24 ωδές της συλλογής (ή μήπως
ραψωδίες;) αριθμημένες εναλλάξ με 12 πεζά και 12 κεφαλαία γράμματα της
αλφαβήτου, θα κλείσουν στο Ω΄ ως εξής: Αξίωνέ με, Φως, / ν’ ακούω /
τις πολλές φωνές σου, / τις διάφορες γραφές σου / να διαβάζω / κάθε
στιγμή που / υπομνηματίζουνε / το Σύμπαν.
5. Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Με ύφος Ινδιάνου, Μελάνι, Αθήνα.
Ο φίλος Κυριάκος με
σόκαρε και με συγκίνησε, όταν κατά την παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα
μάς αφηγήθηκε τραγικές παραστάσεις που τον έσπρωξαν σε αυτά τα «δι’
ελέου και φόβου» ελεγεία-κραυγές! Μια εβδομάδα μόνο βρέθηκε ως
επίστρατος στη μεθόριο του Έβρου, όπου δόντια / καρφώνουν / σημασίες / να μην μπάζει από πουθενά, και στοίχειωσε η ερώτηση: τι επιπλέει / στη νεκρά θάλασσα; Απαντήσεις περιττεύουν, εννοείται: όταν πέφτει η στάθμη του νερού / τα φτυάρια κάνουν τη δουλειά τους / στη μεθόριο υπάρχει πάντα εξοικείωση…
Το ακόμη πιο φρικτό είναι ότι πλέον μας εξοικείωσε σύσσωμους η θαλάσσια
μεθόριός μας. Και η Ποίηση βρίσκει πια πανεύκολα ψιλικατζήδες
διακινητές για να αποδράσει…
6. Δημήτρης Αγγελής, Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου, Πόλις, Αθήνα.
Εμείς που γνωρίζουμε
τόσα χρόνια από κοντά τον Δημήτρη στερούμαστε των… φιλολογικών εργαλείων
να αποτιμάμε ανεπηρέαστα το συγγραφικό του έργο, και δη το ποιητικό, σε
σχέση με κάποιον που τον γνωρίζει μόνο ή κυρίως μέσα από τη γραφή του…
(Με τον Ευριπίδη π.χ. τα πάω πολύ καλύτερα!). Ας πούμε, αν δεν παίζαμε
κάθε Σάββατο με τη Χριστινούλα και την Αλεξία του, θα μέναμε ενεοί
(θετικά ή αρνητικά) με την «οδηγία για να βγάλεις τον χειμώνα μέσα σ’
ένα κουτί παπουτσιών»: Για να ζεσταθείς κάλεσε για επίσκεψη το
κοριτσάκι με τα σπίρτα. Φαντάσου ζαχαρωτά σε φωτισμένες βιτρίνες. Αντί
για κουβέρτα χρησιμοποίησε τους επτά νάνους. Τουλάχιστον, εδώ δεν γνωρίζουμε τη «Μαρία»… Πάντως, το Ελάφι
του υπερέβη αναμφίβολα τα… εσκεμμένα! Στη χειρότερη περίπτωση τον
κατευθύνουν και στην καλύτερη (για ποιητή μιλώ πάντα) τον παρασύρουν
ποικίλοι άνεμοι: ΝΑ προς Φουερτεβεντούρα, ΝΔ προς τα αδαμαντωρυχεία της
Ανατολικής Σιβηρίας, ΒΒ προς Τραγάνα και Χαλκίδα, αλλά παντού ψάχνει
στις μικρές αγγελίες / νέες γιγάντιες λύπες προς φύλαξη… Πρόκειται για μια ποίηση ειδικού βάρους και δικαιούμαστε επίδομα βαρείας και αντισυμβατικής επεξ-εργασίας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι έργο του συγγραφέα.] 4/1/2016