Βιβλιοκριτική








 Home / Βιβλιοκριτικές / Τα χρώματα της Μαρίας Σκουρολιάκου

18/01/2017, 11:08 πμ

Τα χρώματα της Μαρίας Σκουρολιάκου
Γράφει η Σοφία Παπαχριστοφίλου // *

                 Μαρία Σκουρολιάκου «Χρώμα Αύριο», Λαμιακός Τύπος 2015
 Ένα βιβλίο που αποπνέει αισιοδοξία μέσα από την μαγεία των χρωμάτων. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Αγρύπνα ποιητή», η Μαρία Σκουρολιάκου καλεί σε προσκλητήριο ζωής τον κάθε ποιητή-δημιουργό να αναλάβει τον ρόλο του, να αγαπά, να αγωνίζεται με καρδιά, να ξαγρυπνά να αφουγκράζεται, να κινεί με την αλάνθαστη αίσθησή του τα νήματα του κόσμου. Στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής στο «Χρώμα Αύριο» μιλά γι αυτό το σπάνιο, δυσεύρετο χρώμα που ξεπερνά την χρωματική παλέτα, καθώς πρόκειται για το χρώμα της ελπίδας, της αναγέννησης και της αισιοδοξίας, το χρώμα του ήλιου και της χαράς, αυτό που μας απαλλάσσει από τα λάθη του παρελθόντος.
Η ποιήτρια με δεξιότητα ασχολείται με το φεγγάρι, τον ήλιο, την πανσέληνο, τα χρώματα, το νυχτολούλουδο, το φίλντισι, με μικρές ανθρώπινες, πολύτιμες όμως στιγμές.
Στο ποίημα «Αναστάσης», που με τρυφερότητα αφιερώνει στον εγγονό της διαφαίνεται και επικρατεί η απέραντη αγάπη της για αυτόν, καθώς θέλει πάντα σαν αόρατο χέρι να στέκεται κοντά του, να τον προστατεύει και να τον καθοδηγεί. Σε άλλο ποίημα με πεζόμορφη όψη στο «Έχει ο αχινός καρδιά» με ειλικρίνεια απαντά στα αθώα ερωτήματα του εγγονού της για το αν έχει ο αχινός καρδιά.
Η γλυκιά ποιήτρια -γιαγιά τολμά να του πει ότι την έχει κρύψει πίσω από τα αγκάθια, ενώ οι άνθρωποι τοποθετούν και αυτοί πολλές φορές αγκάθια γύρω από την καρδιά τους και μόνο με την αγάπη μπορούν να βγουν σιγά σιγά και με υπομονή.
Στο ποίημά της «Στο καταχείμωνο» η δημιουργός τολμά να ξεφυλλίζει την αγάπη σαν πολύτιμο βιβλίο, προσκαλώντας τη θύμηση, κάνοντας αναδρομή στα χνάρια της λέγοντας: «Γλυκό κρασί που κοινωνάει ο έρωτας/και βάφει τ’ όνειρο με κόκκινες μανόλιες».
Η ποιήτρια χρησιμοποιεί αρκετές φορές μεταφορική γλώσσα με τρόπο δεξιοτεχνικό, όπως στο «Φόρα με», όπου με την συνυπoδηλωτική λειτουργία της γλώσσας εκφράζει την αμέριστη αγάπη και ταύτισή της με το αγαπημένο πρόσωπο: «Φόρα με /να θρυμματιστώ/ στου κορμιού σου την κόψη».
Με ευρηματική και πρωτότυπη γλώσσα στο «Συντακτικό» πλέκει με δεξιοτεχνία χρησιμοποιώντας δόκιμους όρους της γραμματικής και του συντακτικού την αξία του αγαπημένου προσώπου που εκφράζεται με το δεύτερο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας: Εσύ.
Στο ποίημα «Αιμορραγώ» η δημιουργός απευθύνει έκκληση και φωνή απελπισίας και αποκαλύπτει την ανθρώπινη ψυχή που αναζητά τον συνάνθρωπο.
Η πανδαισία της ελληνικής φύσης αναδεικνύεται στον «Ιούλιο ήλιο», όπου εύστοχα μέσα από χρώματα και εικόνες αποδίδεται παλλόμενη η καρδιά του ελληνικού καλοκαιριού με τα στοιχεία της φύσης και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς: «Στο Αιγαίο κολυμπούν κυκλαδικά ειδώλια», τα οποία κεντούν την ομορφότερη εποχή του χρόνου.
Ήλιος, κοχύλια, φως, θάλασσα, αιγαιοπελαγίτικα ειδώλια συνθέτουν τις ψηφίδες του ομορφότερου ψηφιδωτού και ακολουθώντας συνειρμικά το γαλάζιο του πελάγους και το λευκό των κυκλαδίτικων αυλών ο νους μας κοντοστέκεται και αναθυμάται την τρελή ροδιά του Οδυσσέα Ελύτη.
Αλλού ο λόγος της Μαρίας  Σκουρολιάκου γίνεται τολμηρός και μεταφορικός. Έτσι στο ποίημα «Τα σύννεφα» αναφέρει:
«Κι απ′ την  καρδιά κόβω μια φέτα προσευχή
για των ανθρώπων τις στιγμές τις σταυρωμένες.
Εκεί που δεν φυσάει καλοκαίρι.
Στους τόπους που η έρημος βρυχάται…»
Το ταξίδι στην ελληνική ύπαιθρο συνεχίζεται στη «Μονεμβασιά», όπου μέσα από  μια μαγευτική διαδρομή μάς σεργιανίζει στα σοκάκια της Ιστορίας, αλλά και στην απαράμιλλη ομορφιά του βράχου που φλερτάρει τη θάλασσα ακροφιλώντας την, ενώ συνταιριάζει με τέλεια αρμονία τα χρώματα του ελληνικού τοπίου.
«Βυζαντινός αγέρας ταξιδεύει τον πηλό».
 στο κεφαλόσκαλο
ένα πανέρι ρόδια
 κατηφορίζοντας ως το ηλιοβασίλεμα
να βάψουν κόκκινα φιλιά το κύμα». 
Με έντονο αλληγορικό λόγο η ποιήτρια αποκαλύπτει στο «Βίαιος άνεμος» την αξία και την αναγκαιότητα της ποιητικής δημιουργίας:
«Βαθιά, μες στων ματιών τις κρύπτες,
κομματιασμένες λέξεις σαν γυαλιά
ουρλιάζουνε ποιήματα.»
Από τις δημιουργίες της δεν λείπει η νοσταλγική αναδρομή στο χρόνο πίσω στο πατρικό της σπίτι και στις παιδικές της μνήμες στα νοσταλγικά αρώματα της κανέλας και του πορτοκαλιού, του ζυμωμένου από αγαπημένα χέρια ψωμιού και στη ζεστασιά και τρυφερότητα της οικογενειακής θαλπωρής. Μια τρυφερή επίσης αναδρομή παρατηρούμε στο ποίημα «Σε βλέπω», όπου η ποιήτρια αναφέρεται στη μορφή της μητέρας της που την νιώθει κοντά της να την προστατεύει, να την εμπνέει και να την γεμίζει με τη μυρωδιά της.
«Τώρα μετράς τις Κυριακές
με τα κεριά των αστεριών
που τρέμουν απ′ τη θύμηση.»
Στο «Να μη μ′ αφήσεις» εκφράζει την ανησυχία της για τα γηρατειά και στη συνέχεια για το θάνατο και την ανάγκη εκδήλωσης της αγάπης του παιδιού της προς αυτήν.
Αναφορά αξιοπρόσεκτη στη Μάνη που γοητεύει την ποιήτρια προκύπτει μέσα από το ποίημά της «Το τραγούδι», όπου συναντάμε όμορφες εικόνες της ελληνικής γης αλλά και της παράδοσης, όπως οι ελιές, τα νεράντζια, η χρυσή άμμος, το θυμάρι, οι ανεμώνες, ο ζουρνάς και η λύρα. Αλλού πάλι εμβαθύνει με τις λέξεις, εμπνεόμενη από καθημερινά αντικείμενα, όπως ο καναπές που τον βλέπει σαν μια «γλώσσα» που πολλά μπορεί ν′ αποκαλύψει. Στη «Σοφή μέλισσα» εκφράζει αισιοδοξία και το αφιερώνει σε φιλικό της πρόσωπο που τον παρακινεί στον αγώνα για τη ζωή, ενάντια στη θλίψη:
«Να γελάς τα ακούς;
Να μη περνάει του καημού.
Της θλίψης να μη γίνεται.»
Με ιδιαίτερη αγάπη αντιμετωπίζει τις λέξεις η ποιήτρια στο ομώνυμο ποίημά της τις οποίες προσωποποιεί, δίνοντάς τους σάρκα και οστά, ενώ επισημαίνει την ασέλγεια που υφίστανται λόγω των πολλαπλών ερμηνειών που αποδίδουν σε αυτές οι άνθρωποι, ενώ οι ποιητές αναλαμβάνουν να τις περιθάλψουν και «να τις φωλιάζουν στοργικά στα καταφύγια», επουλώνοντας τα τραύματά τους και διασώζοντάς τες.
Η τελευταία ενότητα «ντύνεται» από την ποιήτρια με το πένθιμο το μωβ χρώμα του θανάτου, χαρακτηρίζεται από φορτισμένο έντονο συγκινησιακό κλίμα, καθώς
στα ποιήματα αυτής της ενότητας αναφέρεται κυρίως στο θάνατο του αγαπημένου της αδερφού. Έτσι στο ποίημα «Το ποτάμι» που του το αφιερώνει, αναρωτιέται πώς έχασε το δρόμο της ζωής 56 χρονών άντρας και επιβιβάστηκε στη βάρκα του θανάτου. Στο πεζόμορφο «Εξ′ αίματος» που επίσης αφιερώνει στον αδερφό της με πόνο ψυχής περιγράφει τη μοιραία ασθένειά του, ενώ η ίδια αδύναμη δεν μπόρεσε να απαλύνει τον πόνο του, ούτε να αποτρέψει το μοιραίο: «Αν σου είχα αγοράσει ένα φυλαχτό για τύχη και υγεία.» Το ρήμα «χωριζέτω» επιβάλλεται με αναλγησία όπως αναφέρει η ποιήτρια «προστακτικά και αμετάκλητα». «Στον τοίχο, οι  φωτογραφίες των γονιών. Τώρα και η δική σου. Απόμεινα εξ′ αίματος η μόνη…»
Η συγκεκριμένη συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου δονείται από αλήθειες, ευαισθησία και χρώματα, επιτυγχάνοντας  να συναρπάσει τον αναγνώστη με την αμεσότητα και την γοητεία της.


Η Σοφία Παπαχριστοφίλου γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.
Ποιήματά της και δοκίμια για έργα ομότεχνών της  έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Εμβόλιμον, Η Παρέμβαση, Το Κοράλλι,  Ο Σίσυφος και Πνευματική Ζωή. Συμμετέχει ως κριτής στο Πολιτιστικό Πρόγραμμα: Λογοτεχνικό εργαστήριο της Δ/νσης Β΄ θμιας εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής