Η ποίηση



Ξυπόλυτη
τρέχει να σβήσει τις φωτιές
που καίνε δίχως έλεος
την άνοιξη.
Θρηνεί το πρόσωπό της
σε λέξεις ναυαγούς
απ' των υποκριτών τις θύελλες.
Τις νύχτες
ραίνει την απόγνωση
μ' αστέρια.
Σαν το παιδί
φορτώνεται το φως
κι απ' το μηδέν
ξανά
ονειρεύεται τον άνθρωπο.

''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''