Καλημέρα Μάνα της ζωής, ζωή της
ζωής, καλημέρα.
Καλημέρα αγάπη δίχως όρους και όρια. Με μια ολόγλυκη δικιά σου λέξη που ταΐζει την καρδιά: «ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ».
Που πριν να γεννηθεί, υπάρχεις να το φέρεις. Ύστερα υπάρχεις μέσα απ’ τη ζωή του. Να του διδάσκεις, τα στέρεα βήματα στα χρόνια της αθωότητας, τα χρώματα της αγάπης στα χρόνια της αναζήτησης, τη δύναμη της καρτερίας στα χρόνια των διαψεύσεων. Τη σοφία της συγνώμης ακόμα κι αν σου ξεριζώνεται την καρδιά.
Μάτια μέλι, βάλσαμο χέρια και ψυχή απέραντη. Στοργή γιομάτη ασημένιο δάκρυ. Δικό σου τίποτα. Όλα των αγαπημένων. Μέρες της προσφοράς και της υπομονής απλόχερες. Ν’ αγαπάς, να σωπαίνεις, να προφταίνεις, να γλυκαίνεις, να ζυγιάζεις, να μαζεύεις τις πληγές, να φυλάς Θερμοπύλες.
Εικόνα εφ’ όρου ζωής επιστρέφουσα, που βλέπεις με τα μάτια των παιδιών σου κι ύστερα με των παιδιών σου τα παιδιά. Και μ’ όποιον τρόπο να ονομαστείς, την ίδια ανάσταση τελείς, πιστώνοντας την αιωνιότητα, με τη διαδοχή του ανθρώπου.
Μάνα του κόσμου που σηκώνεις τις κραυγές και τους σταυρούς τους άδικους. Μάνα του χτες με το λερό κεφαλοδέσι, μες στους καπνούς γλυκό ψωμί ελπίδας, χώμα κι ιδρώτα και δεμένα χρόνια. Μάνα με τον ισόβιο Γολγοθά, μαύρο μαντήλι να φοράς των εποχών τα πάθη. Μάνα οδύνη και μοιρολόι άκλαυτο στης οικουμένης τα παιδιά.
Καλημέρα μάνα της γης, των φυλών, των λαών, των χρωμάτων. Λεύτερη, δουλωμένη, κλεισμένη σε δόγματα πικρά και σε παλιά κελεύσματα. Μάνα, το σώμα, που βαστά το είναι όλης της πλάσης. Ιέρεια του θεού, τα τίμια δώρα φέρουσα, εικόνα ακατάλυτη, καρτερική στους άγριους καιρούς, λυτρωτική αγκαλιά που εσύ μονάχα ξέρεις τι θα πει «χαρίζω».
Σε σένα η λέξη ευχαριστώ, η λέξη άγια. Τα χέρια σου, προσκύνημα, σαν ύπαρξη, σαν θύμηση και τριαντάφυλλα ένας κήπος στη μορφή σου τη σεπτή.
Καλημέρα αγάπη δίχως όρους και όρια. Με μια ολόγλυκη δικιά σου λέξη που ταΐζει την καρδιά: «ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ».
Που πριν να γεννηθεί, υπάρχεις να το φέρεις. Ύστερα υπάρχεις μέσα απ’ τη ζωή του. Να του διδάσκεις, τα στέρεα βήματα στα χρόνια της αθωότητας, τα χρώματα της αγάπης στα χρόνια της αναζήτησης, τη δύναμη της καρτερίας στα χρόνια των διαψεύσεων. Τη σοφία της συγνώμης ακόμα κι αν σου ξεριζώνεται την καρδιά.
Μάτια μέλι, βάλσαμο χέρια και ψυχή απέραντη. Στοργή γιομάτη ασημένιο δάκρυ. Δικό σου τίποτα. Όλα των αγαπημένων. Μέρες της προσφοράς και της υπομονής απλόχερες. Ν’ αγαπάς, να σωπαίνεις, να προφταίνεις, να γλυκαίνεις, να ζυγιάζεις, να μαζεύεις τις πληγές, να φυλάς Θερμοπύλες.
Εικόνα εφ’ όρου ζωής επιστρέφουσα, που βλέπεις με τα μάτια των παιδιών σου κι ύστερα με των παιδιών σου τα παιδιά. Και μ’ όποιον τρόπο να ονομαστείς, την ίδια ανάσταση τελείς, πιστώνοντας την αιωνιότητα, με τη διαδοχή του ανθρώπου.
Μάνα του κόσμου που σηκώνεις τις κραυγές και τους σταυρούς τους άδικους. Μάνα του χτες με το λερό κεφαλοδέσι, μες στους καπνούς γλυκό ψωμί ελπίδας, χώμα κι ιδρώτα και δεμένα χρόνια. Μάνα με τον ισόβιο Γολγοθά, μαύρο μαντήλι να φοράς των εποχών τα πάθη. Μάνα οδύνη και μοιρολόι άκλαυτο στης οικουμένης τα παιδιά.
Καλημέρα μάνα της γης, των φυλών, των λαών, των χρωμάτων. Λεύτερη, δουλωμένη, κλεισμένη σε δόγματα πικρά και σε παλιά κελεύσματα. Μάνα, το σώμα, που βαστά το είναι όλης της πλάσης. Ιέρεια του θεού, τα τίμια δώρα φέρουσα, εικόνα ακατάλυτη, καρτερική στους άγριους καιρούς, λυτρωτική αγκαλιά που εσύ μονάχα ξέρεις τι θα πει «χαρίζω».
Σε σένα η λέξη ευχαριστώ, η λέξη άγια. Τα χέρια σου, προσκύνημα, σαν ύπαρξη, σαν θύμηση και τριαντάφυλλα ένας κήπος στη μορφή σου τη σεπτή.
Μαρία Σκουρολιάκου