Ο
ερχομός
Πρωτοχάραμα όρισε τον ερχομό μου τη μέρα του Αγίου Υακίνθου. Στου βράχου την παλάμη προστέθηκα. Καλημέρα, κραυγή του άγνωρου, βροχή φως και
του έξω κόσμου τα σήματα τρόμος και φόβος. Απάγκια χέρια και αγκαλιά
κορφόγαλα με ημέρεψαν.
Ο τόπος
Στων νυμφών την κορφή η Τιθόρα, στον Αϊ Γιάννη, μνήμες του Σέραπι και των σκλάβων οι λεύτερες κνήμες. Και του
κάστρου ο κισσός και τα ξωκλήσια που
ανεμίζουν στους γκρεμούς κι ο
Ανδρούτσος απ’ τη Μαύρη Τρούπα
ν’ αγναντεύει τους αιώνες.
Μυρωδιά του έλατου, της πασχαλιάς και της αγράμπελης. Της ευλογίας ζεστό ψωμί,
των σκαμμένων προσώπων ακριβό απόσταγμα.
Μικρή πατρίδα, των παιδικών ονείρων θαλπωρή,
στέγη που έσταζε αγιασμό χειμωνιάτικο κι ο ήλιος που περίμενε στην πόρτα κάθε μέρα. Κι ύστερα ολοήμερα βιβλία, γάργαρο νερό.
Η μετακόμιση
Η μετακόμιση στο δυϊκό αριθμό. Άλλος τόπος.
Οφιτεία. Ο Διόνυσος και ο κλήδονας κι αρχαίες φωτιές κυκλοτερούν το χρόνο. Έσπασα ρόδι στο πλατύσκαλο και την καρδιά
φέτες αγάπη. Εδώ ρυμοτομούν τα εύκαρπα. Ο ήλιος πιο πολύς αλλά κι ο ίσκιος.
Στ’ αλέτρι της ζωής οργώθηκα, σε μέτρα
και σταθμά κι ανθρώπους, μ’ ένα φορτίο
των ευχών και τ’ άλλο των θαυμάτων. Το τρίτο του άγραφου καιρού, καλόδεχτο.
Τώρα
την άνοιξη δωρίζω στα ερχόμενα και με
κερνούν κρασί μοσχάτο, εγγόνια. Πλήρωσα τους λογαριασμούς, πληρώθηκα.
Και περισσεύουν
αρκετά για αγάπη.
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Άγιος Υάκινθος Ανώγεια