Στην αλφαβήτα του Μάριου


   Το σπίτι γεμάτο απ’ τη μοσκοβολιά του γέλιου σου. Με γιασεμιά ξυπνάς και φτερουγίζεις χελιδόνια στα δωμάτια. Τα γράμματα στη γλώσσα σου παίζουν πεντόβολα. Χορεύουνε οι λέξεις κελαρύζοντας το λάμδα, όπως φωνάζεις το ελεφαντάκι. Στολίζεις και τον ήλιο μ’ ένα ν κατρακυλώντας το χι από το δατυλάκι.       Την αγκαλίτσα τη ζητάς ολόκληρη με μια γλυκιά ικεσία και  με ρίχνεις στα πατώματα.
   Όταν σε νανουρίζω φωλιάζεις στον λαιμό μου το τρυφερό σου πρόσωπο καληνυχτίζοντας τραγουδιστά, τα δέντα, τ’ αστεάκια, τα πουλιά, τα ζωάκια που χαϊδεύαμε πριν λίγο στο βιβλίο και το φεγγάι που του έπεσε το ρο στον ουρανό.
   Ύστερα δε μ’ ακούς που συνεχίζω να παρακαλώ τον ύπνο να σε πάρει γιατί έχεις πάει στο απάνεμο λιμάνι της στοργής, χιλιάκριβό μου.
   Σα φεύγεις, κρατώ ένα γεια που ανεμίζει στα δάχτυλά σου απλωμένο και ένα πεταχτό φιλί σε επανάληψη.
   Κι όλο επιστρέφεις μοσκοβολιά και φως ακέραιο. Μία μπουκιά ψωμάκι απ’ τα χέρια μου να το ονομάζεις νότιμο και όμοφο πετώντας ψίχουλα το σίγμα και το ρο της αλφαβήτας σου.
   Σ’ έχω στην αγκαλιά και συ μου λες.
  «Να κατεβήσω;»


Μαρία Σκουρολιάκου