Βαδίζεις δίχως
αυταπάτες. Έχεις κατέβει απ’ το σύννεφο πολύ
καιρό. Τα χέρια σου χαϊδεύουνε των
αστεριών τη μνήμη. Νιώθεις της γης τη μυρωδιά, γεμάτη ονόματα που
έγραψαν το σχήμα σου. Που ταξιδεύουνε
το μέσα αίμα, σε κήπους με κορομηλιές και σε παραθυρόφυλλα του χρόνου.
Φωτιές σε χαιρετούν κι έφηβες ώρες. Οι εποχές,
σου βάφουν τα μαλλιά. Χαράζουν στο κορμί σου
ενθύμια.
Λέξεις, πληγές, αγάπες, πρόσωπα, απώλειες.
Στις χούφτες σου το «δακρυόεν γελάν» σε πλοηγεί. Αλλάζουνε οι μάχες στόχους. Τα
λάθη σου σοφή βροχή. Ευχές δωρίζεις και ημερώνεις πάθη.
Ο χρόνος φεύγει ανελέητα. Φυλλοροείς. Προσφέρεσαι
του ανέμου. Οι ρίζες τώρα ισοκρατούν το διάβα σου.
Με ήλιο πρεσβυωπικό βλέπεις τις μέρες,
καθώς των χτύπων σου οι μουσικές θυμούνται ολάνθιστα λιβάδια. Εκρήγνυνται στις φλέβες τρυφερά. Σου επιστρέφουνε μεταλαβιά
ζωής μ’ ένα φεγγάρι.
Βαθιά σ’ άδηλο πέλαγο οι νεκροί μιλούν το
γνωμικό τους.
Ο δρόμος περιμένει όπως τον σχεδίασες.
Στα μέτρα σου.
''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''