Έλεγε κάποτε ο ποιητής ''Εμείς που δεν μας άγγιξε η φωτιά και της κραυγής το άγριο βόλι.''
Και να που ξαφνικά ξημέρωσε, πώς είναι να μην ονειρεύεσαι, να φυλακίζεται η ανάσα, η ψυχή, το αύριο. Να βλέπεις ξαφνικά πως τίποτα δεν είναι δεδομένο και πως στην πόρτα σου περνά μαύρος αγέρας.
Και φεύγεις μακριά και διώχνεις λέξεις, αγκαλιές, ανθρώπους λατρεμένους, για κείνους για σένα, τον διπλανό. Δεν έχεις πού να πας. Έγινες άστεγος μέσα στο σπίτι και κάνεις σχέδια μοναξιάς για να νικήσεις το θεριό του φόβου.
Εκεί που πριν, μακριά πολύ μακριά, ήτανε μόνο τα παιδιά που ακατάσχετα κεντούν αδιάκοπα τη γη πεθαίνοντας ή εκείνοι που σέρνονται διωγμένοι απ' τον πόλεμο μέσα σ' ερείπια και φωτιά, πείνα και ικετήριες φωνές μπροστά σε ανελέητα μάτια...
Τώρα ακόμα και οι τοίχοι που φωλιάζεις είναι αχυρένιοι. Οι μάσκες, τα σκευάσματα, τα αντισηπτικά, στοιχειώνουνε τις μέρες. Στο έλεος καινούργιων αισθημάτων που γδέρνουν την καρδιά με τα φριχτά τους νύχια.
Αύριο; Ποιος ξέρει τι χρώμα θα φοράει το αύριο...
Κάθε φορά, στην άκρη μιας Γκουέρνικα, μια λέξη ζωντανή θέλει να περπατήσει και να βγει στο φως.
Ο νους εφημερεύει στην σε ό, τι θα κρατήσει όρθια τη ζωή.
''Κόψε μια φέτα προσευχή για τις στιγμές τις σταυρωμένες.
Γράψε χίλιες φορές τη λέξη ελπίδα για να ξορκίσεις το κακό.
Αγρύπνα. Μην κοιμηθείς, μην ξεχαστείς κι αποτελειώσει ο κόσμος''
Μαρία Σκουρολιάκου