Του Λαζάρου


     Με το φιογκάκι στα μαλλιά και το καλάθι στολισμένο μαργαρίτες, περασμένο στο ‘να χέρι. Στο άλλο της Γιούλης η παλάμη, για την παρέα στις γειτονιές και στα στενά σοκάκια.
    Άκουγες τότες κοριτσίστικες φωνές να τραγουδούν και να ενώνονται όπως οι ευωδιές από την πασχαλιά και την αγράμπελη.
     ''Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρων τα
      ψάρια.
     -Πού ‘σουν Λάζαρε και δε φαινόσουν;
    -Ήμουνα στη γη βαθιά κρυμμένος και με τους νεκρούς αναπαμένος.
    -Δώστε μου λίγο νεράκι να γλυκάνω το φαρμάκι, της καρδίας, των
     και μη με ρωτάτε πλέον.''
    Οι πόρτες άνοιγαν και οι νοικοκυρές φιλεύανε αυγά, καρύδια και κάποτε μικρά ασημένια κέρματα.
    Στων καλαθιών το αντάμωμα, γινόταν ένας χαριτωμένος πόλεμος, για το πιο όμορφο και πολυστολισμένο.
    Στο σπίτι άχνιζε της μάνας το χαμόγελο και το κεφαλοδέσι.
   Όταν σώπαινε το τραγούδι, άρχιζαν πάλι στις αλάνες, οι δυνατές φωνές, οι νικητήριες και του εσπερινού μετά οι βυζαντινές, που μοσκοβόλαγαν λιβάνι!

 ''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''