ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

        Ποίηση! Η δική μου μεταλαβιά

       Ποίηση. Επώδυνο πέρασμα στον λόγο που αγρυπνάει. Ένα θαύμα που γέννησαν με λέξεις ελληνικές αθάνατοι Αιγαίοι, για να μυηθούμε στο απέραντο βάθος των πραγμάτων, που μας κρύβουν οι λαμπερές επιφάνειες.

    Ποίηση! Μέτρο ζωής με τα σταθμά της ελευθερίας.

    Ποίηση! Λάμπα θυέλλης των καιρών.

    Ποίηση! Των ματιών το φως, η εστία και των σωμάτων ο βωμός, η ζεστασιά κάθε μορφής αγάπης, η αντίσταση σε ότι την καταλύει. Το κόκκινο μαντήλι που συνέχει τον χορό της και την κοινωνάει. Η καρδιά, που μέσα της, οι φωνές ομολογούν το ασύλληπτο θαύμα της. Το αιώνιο μέσα στο εφήμερο, το παντοτινό μέσα στο μεταβαλλόμενο.

     Ο τόπος, που βρίσκει η ψυχή, στη φυλακή της ύλης, να μετρήσει τον χώρο, τον χρόνο, τα πράγματα, με άλλα μέτρα. Εκεί εγγράφεται η ποίηση. Εκεί το νερό που κυλάει, γίνεται τα τρυφερά παιδικά χρόνια. Ένα κλωνάρι ελιάς σε πάει κατευθείαν στην Αθήνα του μύθου. Στις ρόγες ενός σταφυλιού χορεύει ο Διόνυσος. Τα τριαντάφυλλα στον κήπο ευωδιάζουν τη Σαπφώ.

    Στη σκοτεινιά των οριζόντων, εγερτήρια φωνή είναι η ποίηση που γίνεται  κραυγή. Αντιστέκεται στη σκληρότητα, ενώνοντας τη γη με τον ουρανό. Περιφέρεται στο απλό και το αθώο, συντεταγμένη στην τέταρτη διάσταση. Παλεύει να επαναφέρει την αλήθεια, που έχει κρυφτεί στα μάτια των παιδιών, στο ιδιωτικό άπειρο, στις καρφωμένες στον σταυρό μεσσίες λέξεις.

      Να η ελπίδα της ποίησης. Πως κάποτε  θα διαρραγεί η γη και ο άλλος ουρανός  θ’ ανοίξει στο φως των πραγμάτων και των αισθήσεων.

     Γι’ αυτό μας καλεί να τραγουδάμε, να ειρηνεύουμε, ν’ αντιστεκόμαστε στον εμβόλιμο πολιτισμό που αλέθει τα πάντα.

      Να πορευόμαστε  υπέρ της αγάπης μέσα απ’ την οποία κανείς δεν κατέστρεψε ποτέ.

      Να κρατάμε όρθια την ψυχή κόντρα στους καιρούς που κλειδώνουν  τις καρδιές και διδάσκουν  την μνήμη των λωτών.

     Γιατί των ιερών τα αποτυπώματα ξεμακραίνουν. Πληγωμένες  προσδοκίες στη γη  και λάβαρα ερίζοντα. Τα έθνη παραδομένα στη Βαβέλ και οι έμποροι  πορφυρωμένοι με αθώων αίμα.

      Σε ψευδαισθήσεις   οι άνθρωποι  βαδίζουν…

    Πού η μυρωδιά της φύσης, το γέλιο, η χαρά και της καρδιάς ο πλούτος; Σε  παραθλάσεις  ζωής  υπάρχουμε.

      Η ποίηση ξανά εδώ, καλεί να σηκώσουμε τον ήλιο. Να πετάξουμε τα περιττά βάρη  της ελαφρότητας. Να  γευτούμε την ευλογία των μικρών στιγμών, κερδίζοντας τον κλεμμένο χρόνο των αγαπημένων. Να υπογράψουμε τη διαμαρτυρία μας, ότι δεν είμαστε μια στρατιά που κατευθύνουν Κροίσοι και Μίδες.

     Πορευόμαστε στην έρημο του ανθρώπου. Ακίνητοι, μπροστά σε χωματερές οθόνες, καθώς απροκάλυπτα γίνεται πια, συστηματική επέμβαση πάνω στις δυνάμεις που γονιμοποιούν τις αυριανές αξίες. Το στοίχημα αφορά κυρίως τους νέους, που η εποχή, τους έλαχε, να βρίσκονται στο τέλος των επαναστάσεων, στην κυριαρχία του εικονικού, στο έλεος του πόνου που υποθηκεύει ελπίδες και αγέννητες ζωές.

Οι μέρες δεν μοσχοβολούν. Λέξεις ωμές ονομάζουν το μέλλον. 

Η ανθρωπιά άστεγη περιφέρεται σε κατειλημμένες ευαισθησίες

Άνωθεν εντολή ξεριζώνει τα αισθήματα με τη μέθοδο της ανάγκης.

Της καρδιάς το Ευαγγέλιο στη λάσπη.

Ο πόλεμος μετράει λάφυρα κίβδηλων ψηφισμάτων

Ασύμμετρες συνέπειες μπαινοβγαίνουν στις μισάνοιχτες συνειδήσεις

Ειρηνοποιοί αλαλάζοντες νίπτουν τα χέρια στη Μεγάλη Παρασκευή των αθώων. Μόνη καταφυγή, η σκέψη και η μνήμη.

Η Ποίηση διεκδικεί το μερίδιο της φωνής της.

Κοιτάζεται στο δικό μας καθρέφτη, δακρύζοντας με το αχειροποίητο θαύμα μιας γέννησης, το ανέκκλητο του θανάτου, το μυστήριο ενός έρωτα.

Σπαράζει με τον ακατάσχετο πόνο, όπου γης.

Κοινωνείται στην Αισχύλεια σιωπή της ανισότητας. 

Εγείρει τις ανεπίδοτες κραυγές προς την ύβρη.

Ικετεύει ένα ναι που παραμυθεί. Ένα όχι που σώζει.

Ελπίζει, να μιληθούν οι πολύτιμες λέξεις, όταν ματώνουν οι βεβαιότητες και θριαμβολογεί η απάτη.

      Όταν ο κόσμος σωπαίνει, γιατί παρά την ασύλληπτη τεχνολογία μεγάλωσαν οι αποστάσεις μέχρι το συνάνθρωπο, η ποίηση μας φωνάζει  να μαρτυρήσουμε τη σπουδή του καλού. Να οικειωθούμε το αλώβητο, στους καιρούς της απόλυτης σκλαβιάς, στους καιρούς των ατελέσφορων αιμάτων, σε μια ζωή γεμάτη πληγωμένες προσδοκίες που τη διαχειρίζονται παγκόσμια, πρόσωπα δίχως ηθική, χωρίς αναστολές, δίχως να φέρουν του Λόγου το Φως.

     Η ποίηση, στο διαχρονικό της προορισμό, μας καλεί να συναντηθούμε σ’ αυτό ακριβώς το φως. Που, για να φωτίσει τα πράγματα χρειάζεται ν’ ανάψουμε τις ψυχές μας.

 Μαρία  Σκουρολιάκου