Ημέρες
με τα «Υπερμάχω» και τα «χαίρε»
φυσάνε στην ψυχή βυζαντινές φωνές.
Τις νύχτες, οι σκιές είναι μητέρες
που φέρνει αντάμα της η Παναγιά,
να ξεπονάνε κάθε άνοιξη τα σπλάχνα τους.
Δεν τις θωρείς
μόνο τις νιώθεις απ’ το χάδι του αγέρα.
Τις αναπνέεις στο αγιόκλημα
και μες στο μωβ της πασχαλιάς.
Με το κεφάλι τους γερτό
σαν τη Γλυκοφιλούσα.
Σχήμα αγκαλιάς που ξενιτεύτηκε
στα φαναράκια που κρυώνουν
από το ένα του Διογένη
ως του Νυμφίου τα μετρημένα
και της Μεγάλης της Παρασκευής
τα νηπενθή.
Μια στρατιά ξυπόλυτοι Χριστοί
μ’ ένα «γιατί» χτυπούν ξανά της γης τα ρόπτρα.
Η Ανάσταση
θρηνεί διαμελισμένα όνειρα και δακρυσμένη
καρτεράει τον άλλο Απρίλη.
''ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ''