Αρτεσιανό



      Με αρτεσιανό νερό ζυμώνω άρτους , όμως πεινάνε τα πουλιά  κι ένας  αβυσσαλέος λυγμός  με ζητιανεύει.
     Γεμίζω  λέξεις μια αγκαλιά  όταν διψάω  τη χαμένη άνοιξη  που έχει ματώσει  όλες τις μπαλάντες κι ακούει μόνο εμβατήρια .
     Στύβω  φωνήεντα και σύμφωνα  όμως πληθαίνουν  τα κελιά  κι ένας αυτόχειρας  σφάζεται  μ΄ένα όχι.
     Στοιχίζω  φράσεις,  χρόνια αποκάμοντας  , στον Αη Βασίλη  γράμματα να στέλνω , να φέρει δώρα στα θεριά μήπως χορτάσουνε  το αίμα .
      Ένα παιδί μετράει  δεκατρείς τους μήνες  κι όταν ρωτάω πώς τον λένε τον καινούργιο  , με βεβαιότητα  σοφού μου λέει ,  είναι της αγάπης.
      Και η ανατολή , τι χρώμα  έχει η ανατολή ;
      -Μωβόζ , το στόμα του ανθίζει.
      Τότε κρατάω  τη λευκή σελίδα , φιλάω τα μεταξωτά του   μάτια και  πια  δε θέλω   άλλα ποιήματα …..

© Σκουρολιάκου Μαρία