Η βίβλος



Τη  Βίβλο της ψυχής  ξανά  διαβάζω
όταν  το γέλιο ξενιτεύεται.
Όταν  στων ημερών τα ράφια
ταξινομώ τις  μάταιες  πληγές.
Στο δέντρο κρύβομαι  του μύθου
να λυτρωθώ απ’ αυτή την  ερημιά  
που  η γύμνια των καιρών  κυλιέται.
                                     
Τη βίβλο της ψυχής  ξανά  διαβάζω.
Τα  μαγικά  τα καλοκαίρια
με τις αλάνες και τις φοβερές φωνές.
Η  Ντίνα , η Γιούλη , η Μαριώ  ,
ο Φώτης , η Ευτέρπη,  ο αδερφός μου .
Τα  μήλα , τα σκλαβάκια ,το κρυφτό
και  φτου  ξελεφτερία  στα σοκάκια.

Μετράω τα χρόνια μέχρι  τις σιωπές.
Ύστερα  ανεβαίνω  απουσίες.
Κατάστηθα  το τρυφερό τους όνομα  φορώ
τον   άφευκτο καημό  να  κατοικήσω.

Τη Βίβλο της ψυχής  ξανά διαβάζω
Γιατί μες στην καρδιά  του μελτεμιού
καλπάζουν  ύποπτα  τραγούδια.
Γιατί στους πάγκους των ανθρώπων
αχνίζουν  άπνοα  παιδιά.
Ένα κορίτσι δρεπανίζει τα βαλτόνερα
για μια  ακτή  ψωμί , για ένα χάδι,
καθώς  η Δύση  ζωγραφίζει μαύρους πίνακες
με κόκκινα λουλούδια  από αίμα.

© Σκουρολιάκου Μαρία