Σε
βλέπω
να
δρασκελάς το φως του πρωινού
μ’
ένα μαντήλι ευχές που απλόχερα,
σκόρπαγες
στης ψυχής μου
τους λειμώνες.
Τώρα
μετράς
τις Κυριακές
με
τα κεριά των αστεριών
που
τρέμουν απ’ τη θύμηση.
Απλώνεις
κυκλαδίτικους ανέμους τα απογέματα
να μαρτυράνε
μυστικά
και μισοτελειωμένα
λόγια
και ταξιδεύεις
στις ριπές του αθέατου
που
ξεδιψάει ο χρόνος δίχως τέλος.
Από
τα ράφια της αυλής
κρέμονται
λεμονόφυλλα
και
τα τριαντάφυλλα χέρια σου
που ανθίζουν.
''ΧΡΩΜΑ ΑΥΡΙΟ''