Μάνα

 

Επιστρέφω απ’ το οδοιπορικό των τελετών.

 Από την πόρτα του Άδη.

Αίματα σταλάζουν οι λέξεις μου

κι ορφάνεψε το ποίημα της καρδιάς.

 

Στων λουλουδιών τα ποτάμια

έμεινες αγκάλιασμα τυφλό.

Να σε κρατήσω πάλευα όπως ήσουν,

μα έγινες το βλέμμα και το σώμα

και το στόμα το κλειστό.

 

Η λέξη άγιος για Σένα

Η λέξη βάλσαμο για Σένα.

Συντρόφισσα της χαράς και του πόνου.

Πυξίδα και φως στου λογισμού τα βήματα.

Λιμάνι της καρδιάς, στοργή άνευ όρων.

Σημάδι λαμπερό

ως την άκρη του χρόνου μου.

 

Τώρα που τρέφομαι με τη λέξη σου μόνο,

τώρα, που σε φωνάζω αναπάντητα,

σε ζητιανεύω στ’ ακροθαλάσσι της ερημιάς

που ξεβράζει τις θύμησες.

Ο άνεμος ψαρεύει τις κραυγές μου

στο δίχτυ των προσκλητηρίων

χωρίς παραλήπτες.

 

Προσφεύγω στη συλλογή των ιερών σου.

Στο μηνολόγιο των ευχών,

στο χτενάκι των μαλλιών,

στις ευλογημένες σου προτροπές.

Σ΄αναζητώ στης αυλής τα τριαντάφυλλα,

στο παγερό ακουστικό του τηλεφώνου.

 

Σε ποιο λουλούδι κρυμμένη μας φυλάς;

Σε ποιο αστέρι φέγγουν τα μάτια σου;

Μ’ ακούς;

Σε ποιο αηδόνι της ρεματιάς η λαλιά σου;

Σε ποια ψυχή ανθοπατείς να φέρω μέλι.

 

Αχ αγάπη, αχ Μάνα

που κήρυττες τις εντολές των αλλήλων.

Αχ ματιά μου

που χώραγες τις συγνώμες της γης.

Αχ νου που καταλάγιαζες

τις πληγές και τα πάθη.

 

Φοράω την ψυχή σου

να ξορκίζω τον Αχέροντα,

με τη στερνή σου ευχή ανέσπερο καντήλι

κι έναν ισόβιο καημό κάνω τρισάγιο

στην ασώματη αιωνιότητα της μορφής σου.

  

''Ακάθιστος Λόγος''