Στάχυα
χρυσίζοντα η φωνή των χωραφιών.
Μαινόμενα τζιτζίκια που γιορτάζουν
σε γη που αλλάζει τα πουκάμισα ηδονικά.
κι
ανάμεσα λησμονημένα τριαντάφυλλα
διψούν
αλλόφρονα νερό κι απόσκιο.
Ιούλιος
Γυαλινός σ’ άμπελο γη ατρύγιτη.
Σε
χείλη πικραμύγδαλο, βερίκοκο γλυκό.
Αστροβροχή
κι ο στεναγμός απλώνεται
με
ικετήρια χέρια που γκρεμίζονται.
Σε δρόμους χέρσους που οι καρδιές θερίστηκαν
στεγνώνουν
μάτια- θάλασσες βαθιές.
Ιούλιος
ήλιος κατακαίει τα κορμιά
και
παρελαύνει αγγέλους που καλπάζουν
Χώμα που ιδρώνει αποχαιρετισμούς
και
γράμματα
ανεπίδοτα, κλεισμένα.
Στο
Αιγαίο οι μέρες του , ματώνουν τη Μεγίστη.
Κατηφορίζουνε μισά Κυκλαδικά ειδώλια
που
με αυλούς μιλούνε και στιλπνά
κοχύλια .
Πέτρα στο φως , σφαγιασμένη, λάμπουσα
στου
κόσμου τον πυρπολημένο χάρτη.
©
Σκουρολιάκου
Μαρία