Μάνα



                 Έτσι , καθώς στραγγίζουν οι καλές μέρες , έρχονται κάποιες   ημερομηνίες, προσκαλώντας στη μνήμη μας, μιαν ανάσα τιμής.
    Μάνα. Νάτη  ξανά η μέρα . Να σκαλίσει τρυφερά το πρωϊνό της ύπαρξης , το μεσημέρι των χρόνων,το δειλινό του ερχόμενου.
   Κάθομαι στα σκαλιά της καρδιάς μαζεύοντας  στη  χούφτα κέρματα λέξεων , ζητιανεύοντας στους αποσυνάγωγους της εποχής , το ασημένιο δάκρυ.
   Καλημέρα , Μάνα της ζωής , ζωή της ζωής καλημέρα. Μάτια μέλι, βάλσαμο χέρια κι άμετρη ευχή. Ψυχή γιομάτη διπλωμένες σκέψεις, αισθήματα στριφωμένα  στην ποδιά. Δικό σου τίποτα. Όλα των αγαπημένων. Μέρες της προσφοράς και της υπομονής απλόχερες.
Ν΄ αγαπάς, να σωπαίνεις, να προφταίνεις,  να γλυκαίνεις , να ζυγιάζεις, να μαζεύεις τις πληγές , να φυλάς Θερμοπύλες.
     Μάνα του κόσμου που σηκώνεις τις κραυγές  και τους σταυρούς τους άδικους. Μάνα του χτές με το λερό κεφαλοδέσι,  μες τους καπνούς γλυκό ψωμί,  χώμα κι ιδρώτα και δεμένα χρόνια.   Μάνα με τον ισόβιο Γολγοθά,   μαύρο μαντήλι  να  φοράς των εποχών τα πάθη.  Μάνα οδύνη  και  μοιρολόι άκλαυτο  στης οικουμένης τα παιδιά .
    Μάνα η πιο γλυκιά του κόσμου λέξη. Λιμάνι φυλαχτό και φως αλλιώτικο. Με μια δικιά σου λέξη που ταϊζει την καρδιά «ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ».
Που πριν να γεννηθεί, υπάρχεις να το φέρεις.Ύστερα υπάρχεις μέσα απ τη ζωή του. Δεν έχεις πια μόνο τα χρόνια σου, αλλά και τα δικά του χρόνια να μετράς.
    Καλημέρα αγάπη δίχως όρους και όρια. Εικόνα εφ΄ όρου ζωής επιστρέφουσα,   που βλέπεις   με τα μάτια των παιδιών σου ,  κι ύστερα με των παιδιών σου τα παιδιά . Και μ΄όποιο τρόπο να ονομαστείς , την ίδια ανάσταση τελείς στον κόσμο, πιστώνοντας την αιωνιότητα, με τη διαδοχή του ανθρώπου.
   Δίνεις τα  μαθήματα  της ζωής,  στα χρόνια της αθωότητας , τα  μαθήματα της αγάπης στα χρόνια της αναζήτησης , τα μαθήματα της καρτερίας στα χρόνια των διαψεύσεων .Τα μαθήματα της συγνώμης  ακόμα κι αν σου ξεριζώνουν την καρδιά.
   Καλημέρα μάνα της γης , των φυλών , των λαών, των χρωμάτων. Λεύτερη , δουλωμένη, κλεισμένη σε δόγματα πικρά, και σε παλιά   κελεύσματα.  Μάνα – γυναίκα , της ζωής το σώμα, που βαστά το είναι της πλάσης.  Ιέρεια του θεού , τα τίμια δώρα φέρουσα , εικόνα ακατάλυτη , καρτερική στους άγριους καιρούς, που αποδιώχνουνε τα γηρατειά , απερίσκεπτα.  Λυτρωτική αγκαλιά που εσύ μονάχα ξέρεις τι θα πει χαρίζω.  Σε σένα η λέξη ευχαριστώ , η λέξη άγια .Τα κουρασμένα χέρια σου , προσκύνημα, σαν σώμα και σαν θύμηση και τριαντάφυλλα ένας κήπος  στη μορφή σου τη σεπτή.


© Σκουρολιάκου Μαρία