Να ο άνθρωπος




    Ένας τρελός  μαζεύει στις παλάμες χώμα.  Το δείχνει  στην υδρόγειο   και  φωνάζει   «Να  ο άνθρωπος».
   
    Στους  βαλτωμένους δρόμους της Μουέντα παίζουν αμέριμνα παιδιά..  Τρώγουνε  μέλι απ’ των δέντρων τις σχισμές.  Μιλούν με σουρικάτες  και γαζέλες. Κορίτσια μελαψά  με μάτια πύρινα, σε λαύρο ήλιο κολυμπούν.
    Γυμνά  αγόρια   που τα ψαρεύουν  λευκά  τέρατα.
    Κορίτσια μελαψά  που τα φυλλομαδούν βρώμικα  χείλη.
    Άπληστα χέρια  φράζουνε τον Νίγηρα να ποτιστούν τα τριαντάφυλλα της Δύσης.  Για το φριχτό τους γέλιο   αβάσταχτα πεινούνε και  διψούν  ζωές.   
    Σκλάβοι οργώνουνε  τη λάσπη για ταντάλιο. Ματώνουνε   χρυσάφι  και  διαμάντια, εισπνέοντας  με βάρδιες  τον υδράργυρο.
    Κονγκό, Νταρφούρ, Ρουάντα ,Τανζανία. Λιμός, εμφύλια φρίκη,  στρατιώτες  που  χορεύουν  θάνατο πάνω  σε  παιδικά κορμιά  στα έγκατα του κόσμου.       
Την έρημο  κεντούν  γύπες  ανθρωποθήρες!
     
  Ένας τρελός  μαζεύει στις παλάμες χώμα. Μάταια  φωνάζει,   «Να  ο άνθρωπος».
© Σκουρολιάκου Μαρία

 



 









































Μανιταρόπαιδα



                         Αφιερωμένο στα μανιταρόπαιδα  και στην                                           
                                                              Αθηνά Δασκάλα
Ένα παράθυρο  με φως  ανοίγει.
Μπαίνει  δειλά  στο γκρίζο το δωμάτιο
αναμερίζει τα θολά τα πρόσωπα
και ηχεί αθωότητα λυσίκομη  στους τοίχους .

Στους τοίχους  που κρεμιούνται κέρματα
μιας άλλης πίστης  με παραλλαγή
και ξαφνικά  ένας κήπος  τα σκεπάζει
με μάτια τρυφερά , με χέρια που έπλασαν
πίνακες  και στιχάκια  μυρωμένο δάσος.

Δάσος  παιδιά και μανιτάρια  όλο χρώματα.
Κι ανθίζει ο χρόνος των ανθρώπων μια στιγμή.
Μην κλείσεις τούτο το παράθυρο.
Μπορείς να μείνεις  μέσα σου  παιδί;
Μπορείς  σ’ αυτό το  φως  να επιστρέψεις ;

© Σκουρολολιάκου Μαρία
                                                                                                                           Φωτο: Δ.Καλπύρης





















Ένας παλιός Νοέμβρης



Ένας παλιός Νοέμβρης  κατηφόρισε.
Με κεραυνούς  ανέμιζε τα χέρια.
Έπεφταν κάλυκες  από  γαρίφαλα στην άσφαλτο
κι άκουγες κρότους που δεν ήτανε γιορτή.

Ένας  παλιός  Νοέμβρης  κατηφόρισε
Πήρε απ’ το χέρι  ένα  παιδί κι ένα τραγούδι.
Του  έδειξε  ονόματα  που ρίζωσαν στη χλόη.
Απρίληδες που αγάπησαν παράφορα
κι άλλους  που χόρεψαν ντυμένοι  εφιάλτες .

Ένας  παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Μέτρησε  άλλο ένα δάκρυ, 
κόκκινο  έριξε  σκοινί σ’ ένα πηγάδι
για να πιαστούν οι άγιοι κι οι άγγελοι
ν’ ανέβουν στο τρισάγιο του χρόνου.
Ν’ αφήσουν  στις παλάμες τ’ ουρανού
αρχαία φυλακτά συνθήματα.
Να  ραντιστούν με  Δελφικό  νερό
Να σεργιανίσουν  το Χριστό στις ξέρες.

Ένας  παλιός Νοέμβρης  κατηφόρισε.
Είδε  της γης τους  μαύρους  ίσκιους  στα παλάτια τους.
Στις γειτονιές των πόνων  τη Γκουέρνικα .
Έγραψε  πάνω στην καρδιά  του  ΑΝΟΙΞΗ
και  περπατάει  τον κόσμο
να τη φέρει .
© Σκουρολιάκου Μαρία



    Βάσω Κατράκη