Ένας
παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Με
κεραυνούς ανέμιζε τα χέρια.
Έπεφταν
κάλυκες από γαρίφαλα στην άσφαλτο
κι
άκουγες κρότους που δεν ήτανε γιορτή.
Ένας
παλιός Νοέμβρης
κατηφόρισε
Πήρε
απ’ το χέρι ένα παιδί κι ένα τραγούδι.
Του έδειξε
ονόματα που ρίζωσαν στη χλόη.
Απρίληδες
που αγάπησαν παράφορα
κι
άλλους που χόρεψαν ντυμένοι εφιάλτες .
Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Μέτρησε
άλλο ένα δάκρυ,
κόκκινο
έριξε σκοινί σ’ ένα πηγάδι
για
να πιαστούν οι άγιοι κι οι άγγελοι
ν’
ανέβουν στο τρισάγιο του χρόνου.
Ν’
αφήσουν στις παλάμες τ’ ουρανού
αρχαία
φυλακτά συνθήματα.
Να
ραντιστούν με Δελφικό
νερό
Να
σεργιανίσουν το Χριστό στις ξέρες.
Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε.
Είδε της γης τους
μαύρους ίσκιους στα παλάτια τους.
Στις
γειτονιές των πόνων τη Γκουέρνικα .
Έγραψε πάνω στην καρδιά του
ΑΝΟΙΞΗ
και περπατάει
τον κόσμο
να
τη φέρει .
©
Σκουρολιάκου
Μαρία
Βάσω Κατράκη