Οι χρησμοί



Βλάσφημα  στόματα  λιθοβολούν  τις λέξεις.
Σφαγμένο φως  σημαιώνεται
στα  μακρινά μπαλκόνια των οίκων.
Κι έχουμε προσταχτεί
έξω  απ΄τον ουρανό  της ελευθερίας
με  τα  περάσματα  διάπλατα  σφαλιστά .
Φοβάμαι  που  τελειώνουν οι πατρίδες
κι  ανάνθρωποι  τις  μέρες  μας  αλιεύουνε
για  να  δειπνούν οι  άγριοι  καιροί .

Και ,  πώς  μπορείς  ειρηνοπόρους  να στρατεύσεις ;
Στέρεψαν   οι   αετοκορφές .
Χρειαζόμαστε  τις  σκάλες  των άστρων ,
της  μυρτιάς  τα  κλαδιά ,
σύντροφο  πίκρα και  Ιώβ  υπομονή  .
Είναι  η αγάπη,  σώμα  με  πληγές
και το αηδόνι κλειδωμένο  στων  λωτών  τα  χρόνια .

Μοίρασε   άρτους   ελιάς   στις εκκλησιές   των ενστάσεων.
Γιατί  ο  σπόρος  του μύθου 
στα  έγκατα  της  κραυγής  ορθώνεται
και  μέσα στους  θνητούς  θα  τρέξει
φλέβα  Θεού.

Κι  επειδή πάντοτε  αληθεύουν οι  χρησμοί
Και των  σοφών οι μνήμες  επιστρέφουν
θαρθεί  το  πλήρωμα  του πόνου   ν΄ αναστήσουμε .

Ως  τότε
στης  ποίησης τα ποτάμια
θα ξεπλένουμε το  αίμα
και  με  το  αντίτιμο του ανθρώπου,
του  ήλιου  τα διόδια θα  περάσουμε   !



© Σκουρολιάκου Μαρία





          






Ένα άστρο



   Αναδύεσαι σε πελάγη και αίμα
   Ανατέλλεις σε στιγμή κεραυνού .
   Εκρήξεις  φωτός σε δυο μάτια
   κι  αδυσώπητη μοίρα η Δύση .
   Τρυφερά στοιχίζονται οι ώρες στην παρέλαση της μέρας
   Χέρια και μάτια εξερευνητές.
   Αχόρταγα βήματα .
   Η καρδιά γεύεται τ΄άγνωστο μέλι .
   Μέσα σου χιλιάδες χρόνια διαδέχονται το απαράλλαχτο
   Οι εποχές στο σώμα παραγγελιές της μοίρας .
   Αναπότρεπτη μαχαιριά σε κυνηγά στις γωνιές .
   Φυλλομετράς τα περιστατικά της νοσταλγίας .
   Ξεσκονίζεις τα δώρα του πόνου,
   τα πορτρέτα των οραμάτων,
   πίνοντας λαίμαργες γουλιές
   απ΄το κρασί των απραγματοποίητων ερώτων.
   Ψηλαφώντας τα μέλη,             
   που λάτρεψαν τις επαναλήψεις των πόθων .
  
   Χτίσαμε μέσα μας μια Οικουμένη .
   Τα δέντρα της καρπίζουν
   Απ΄τις τρυφερές εξομολογήσεις των ανέμων ,
   ή  με τις κραυγές των παθών της μνήμης τα θραύσματα .
  Τα όνειρα φυλλοροούν .Ο Δεκέμβρης στα μαλλιά .
  Το τραγούδι πέρασε το ποτάμι
   κι η πυξίδα δείχνει τη δύση.
 
  Δεν ελπίζω στους προφήτες .
  Μοναχά στους σεισμούς των ψυχών .
  Απομένει η γύμνια  απέναντι στ΄άπειρο
  κι ο δικός σου ο κλήρος .
  Η νύχτα σου τραβάει τα χέρια. Η γη τα πόδια σου .
 ΄Αχρονος χρόνος
  σκορπίζει προσωπικά στοιχεία στον ουρανό.
  Γράφει τ΄αρχικά του ονόματος στη λευκή σελίδα .
  Δε σε φωνάζουν πιά  Μαρία , Ελένη , Αλέξανδρο .
 ΄Ένα άστρο γίνεται στο Γαλαξία των ασωμάτων .



© Σκουρολιάκου Μαρία




                        


                           

Του αδερφού μου



Ένας   χρόνος  κι ούτε  σημάδι , ούτε  καν  όνειρο  ναρθείς για λίγο, με το  γλυκό  χαμόγελο,  το πάντα λυπημένο . Με  κείνο το  μεσίστιο  βλέμμα  σου , που επισφράγιζε   τη σχεδόν  μόνιμη  πικρία  και   πίκρα  της ζωής σου .
      Ένας  χρόνος . Σαν νάταν χτες.  Και  που έφευγες ,  νοιαζόσουν     το  καλό  του  κόσμου .  Γι αυτό    μονάχα   ήθελες  να  ονειρεύεσαι  και  ανοφέλευτα  να δίνεις.
      Μια τόσο σπάνια εξαίρεση  , σ΄ένα κανόνα,  που μας θάβει κάθε  μέρα  ζωντανούς. Εμάς  τους  ‘’τυχερούς’’ που ανάβουμε,  λέξεις  στην παγωνιά σου , μάταια . Στην παγωνιά όλων εκείνων ,  που μας κοιτούν  με μάτια ερμητικά  κλειστά .
     Αδερφέ  μου , η  μεγάλη  νύχτα  δεν είναι στο  χώμα. Στις  μέρες  μας  είναι.. 
    
 Αδελφέ  μου
Τις μεγάλες λέξεις
τις κάνουν τα αισθήματα.
Τις μικρές  ζωές
Οι καημοί  των αγαπημένων.
Και θρηνούμε  τα χρόνια του ήλιου
τα πικρά χελιδόνια που ορφάνεψαν.

Στο προσκλητήριο  της  καρδιάς
φωνάζω  τ΄όνομά σου.
Αγιόκλημα  και πασχαλιά
σου  φέρνω να μυρίσεις.
Θα τ΄ακουμπώ στο χώμα σου
και  θα  σου   λέω : υπάρχεις .
Γιατί , ότι αγαπούμε  είναι εδώ
Γιατί , ότι αγαπούμε, είναι στο πάντα .                          




© Σκουρολιάκου Μαρία