Ο.ΕΛΥΤΗΣ 20 ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΔΗΜΙΑΣ



  
   «Και ιδού που σήμερα βρίσκομαι, με μόνο κεφάλαιο στα χέρια μου μερικές λέξεις Ελληνικές. Είναι ταπεινές αλλά ζωντανές, αφού βρίσκονται στα χείλη ενός ολόκληρού λαού. Είναι ηλικίας τριών χιλιάδων χρόνων, αλλά δροσερές σαν, μόλις τις ανέσυρες  από τη θάλασσα μες  από τα βότσαλα και τα φύκια μιας ακτής του Αιγαίου. Είναι η λέξη «ουρανός» είναι η λέξη  «θάλασσα» είναι η λέξη «ήλιος» κι είναι η λέξη «ελευθερία».
     Είναι σαν να βρίσκεται εδώ ο Οδυσσέας Ελύτης κι ας πέρασαν είκοσι χρόνια  από την εκδημία του στις 18 Μαρτίου 1996.
     Είναι πολύ μεγάλη τιμή αλλά και   ευθύνη  να μιλήσει κανείς για τούτον τον παγκόσμιο Έλληνα που ταξίδεψε το αιώνιο φως αυτής της χώρας στα πέρατα της γης .
   Σαν φόρο τιμής, ταπεινά  ας ταξιδέψουμε στο πέλαγο του περιούσιου λόγου του.
    Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1911. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα . Επιστρατεύτηκε και πολέμησε ως έφεδρος στον πόλεμο του 40-41.Οι εμπειρίες του πολέμου τούτου εισέβαλαν στον ποιητικό του χώρο με ελληνοκεντρικές εκρήξεις για τη δραματική συνείδηση της φυλής μας. Το 1979, το Βραβείο Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας έφερε τον ποιητή και την Ελλάδα στον Όλυμπο της ποίησης.
  ΄Εδωσε ένα μοναδικό ποιητικό και δοκιμιακό έργο. Ευτύχησε  να τιμήσει διεθνώς την Ελλάδα. Ευτύχησε να σμιλέψει το στίχο σε μια αιώνια ματιά. Κι ενώ  εκείνος  ταξιδεύει από το 1996 στην άλλη διάσταση,  τα άχραντα μυστήρια της ποιητικής του μεταλαμβάνουν  οι καρδιές μας, πλημμυρίζοντας  με χρώματα, μυρωδιές της γης μας, ήχους  εωθινούς.
   Θα  τολμήσω να αναλύσω τούτη τη μαγεία που μπαίνει από παντού και μας σκεπάζει σαν θάλασσα. Πέραν τούτου, το ποιητικό ρεύμα του υπερρεαλισμού,  η επίδραση του μοντερνισμού, οι δομές ή κάθε ιδίωμα    αφορά τους ακαδημαϊκούς.
     Το σημαντικό είναι να αφουγκραστούμε και να γευτούμε την ποίησή του. Θα ταξιδέψουμε λοιπόν χρονολογικά στο σύμπαν του Ελύτη φυλλομετρώντας   τις ποιητικές του συλλογές. Εν αρχή, οι «Προσανατολισμοί». Εδώ χαράσσεται  το ποιητικό του όραμα με τη μαγεία της φύσης, τις ασυγκράτητες χαρές του έρωτα, το μεθύσι των αισθήσεων και την ορμή των αισθημάτων. Μέσα από το φαινόμενο κόσμο, προβαίνει ο αρχέτυπος κόσμος της διάρκειας. Ο ποιητής  αποπνευματώνει την ύλη και σαρκώνει την πνευματική εμπειρία. Δίνει προσταγές στη φύση, συμπλέκει εκτυφλωτικές εικόνες, αισθήσεις θριαμβευτικές.
    Ακόμα μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τα αρχαία σου όνειρα / τα τραγούδια που ανάβουν και  χάνονται/Τα μυστικά του κόσμου .
    Ω! νεότητα /πληρωμή του ήλιου /αιμάτινη στιγμή /που αχρηστεύει το θάνατο.
     Μας συντάσσει στη γη και μας προτρέπει έτσι: Έχεις μια θάλασσα που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι. Τόσους λόφους  λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια /Κι η καρδιά σου γίνεται πληθυντική.
Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε!
  Στη συλλογή «Ήλιος ο Πρώτος» ομολογεί « όταν μιλώ για τον ήλιο μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο/ Αλλά δεν μου είναι μπορετό να σωπάσω.»
Ότι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα./Ότι αγαπώ βρίσκεται στην καρδιά του πάντα.
Τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας./Τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς.
   Ο Ελύτης αναμετριέται με τη λυρική παράδοση,την αναμορφώνει  με οξύ αισθητήριο κι απλώνει ρίζες στην ελληνική παρακαταθήκη. Στο «άσμα ηρωικό και πένθιμο»  θρηνώντας το χαμένο ανθυπολοχαγό, θρηνεί την απώλεια του ήλιου. Τα φυσικά στοιχεία ανεβαίνουν στην κλίμακα των ηθικών συμβόλων. Οι αισθήσεις αγιοποιούνται.
«εκεί που πρώτα κατοικούσε ο ήλιος /τώρα σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει./ Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή.΄Ολος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.»
     Ακολουθεί η σημαντική σύνθεση, το οδυνηρά επίκαιρο  για τους Έλληνες έργο, Άξιον Εστί  με το παρακλητικό και δοξαστικό του στοιχείο. Τη Γένεση όπου ο ποιητής ταυτίζει τη μοίρα του με το Γένος. Τα Πάθη όπου λόγος, ψαλμοί και άσματα εκφράζουν τα Κατοχικά πάθη των Ελλήνων και το Δοξαστικό που είναι το αισιόδοξο όραμα για την Ελλάδα και την Ανθρωπότητα.   «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας. / Αρετή με τις τέσσερες ορθές γωνίες / κάτι λίγο ψυχής μέσα στον άργιλο./  Μοίρα των αθώων είσαι η δική μου μοίρα».
  Απευθύνεται στους υποβλέποντες τη γη  του με την   προειδοποίηση: «την οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τ’ αγάλματα».
Πορφυρωμένος  με τα χρώματα  της αγάπης, δοξάζει τον τόπο τούτο με αχώρητες λέξεις κι αιώνιες «Μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο».
    Δέεται για ένα θαύμα βλέποντας τα έθνη και τους εμπόρους μες το αίμα αθώων. Ταυτίζοντας τη δικαιοσύνη με το απόλυτο φως, δοξάζει και  παρακαλεί: « Της  δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική, μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου».
      Η Ιστορία λειτουργεί σε λυρικούς στίχους τραυμάτων και ενοχών στη συλλογή «΄Εξι και μια τύψεις για τον ουρανό.
   Η λάμψη έρχεται με το Φωτόδενδρο,  ένα έργο στωικής τρυφερότητας. Σαν γενεαλογικό δένδρο όπου κάθε στοιχείο της φύσης είναι κι ένας πρόγονος. «Ο λυγμός του τριζονιού, το νυχτολούλουδο  οργιάζει, η λύπη δε μιλιέται».
     Ανοίγει ο παράδεισος με την αρχέγονη αμφιταλάντευση των ανθρώπων κι εκεί ο Ελύτης δίνει την ιλιγγιώδη εκκρεμότητα της τελικής εκτόξευσης στον ήλιο, το αιώνιο, το πεπρωμένο, το Εν, τη συγχώνευση με το σώμα της μητέρας, την επίγνωση της πιο απόρρητης αλήθειας. Ότι ο Θεός εγγράφεται στο θαύμα που δεν θα αποκτήσουμε ποτέ παρά το πολύ, ν’ αφουγκραστούμε μια μικρή αντανάκλαση του παραδείσου μέσα στη φύση και το φως που μας πιστώνει. «Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι /κι εγώ πηγαίνω του θεού να πω /γεια και Χριστός Ανέστη».
Θάρρος :ο θάνατος αυτός είναι ./Στην παπαρούνα την πλατιά και στο λιανό χαμομηλάκι.»
     Στον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» βγαίνει ο ύμνος για την όμορφη και παράξενη πατρίδα που έλαχε σ’ όλους μας, τη γεμάτη θάματα. Η μνήμη μέσα από το διάλογο του ήλιου, του χορού, των ανέμων, του κοριτσιού.
     Κατατρεγμός, πόλεμος κι ο ήλιος φρίττει κι οι άνεμοι αναθεματίζουν το άδικο, που το βαφτίζουν και το λεν σωστό οι τρελοί του κόσμο. Κι ο καημός των ανθρώπων της γης μας είναι ο ορισμός της ζωής «Πολύ δεν θέλει ο άνθρωπος /να ναι ήμερος  να ναι άκακος  / λίγο φαί λίγο κρασί, Χριστούγεννα κι Ανάσταση».  
    Μα για τους δυνατούς «δεν έχει χόρταση», γιαυτό ο ποιητής μας οδηγεί με τούτα τα λόγια «΄Οπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται / Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε».
Στο «Μονόγραμμα» οι λέξεις σκοτεινιάζουν από τις μεταπολεμικές εμπειρίες και την αποδοχή των παθών των  ανθρώπων. «Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται».
Οι αισθαντικοί του στίχοι, η απελπισμένη τρυφερότητα, ο λυγμός της αγάπης καταλύουν τα πάντα:  «Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει, μ’ ακούς; Είμαι γω που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ’ ακούς;»
     Μια άλλη οπτική, στα «Ρω του ΄Ερωτα», όπου οι στίχοι χορεύουν δυο δυο, και η σοφία των εννοιών, μας χαρίζεται μέσα από μύθους, όπου τελώνια του πελάγου και θαλασσινά τριφύλλια, γοργόνες και δελφινοκόριτσα, νησιά κι επιφωνήματα ζωής, συνθέτουν ένα τρυφερό τοπίο με βασιλιά ξανά τον ήλιο.
     Στα «Ετεροθαλή» και το «Φυλλομάντη» ο ποιητής με ένθεο αισθησιασμό και αφιερώματα σε σημαντικά πρόσωπα, ξετυλίγει το νόημα του Παραδείσου και της επίγνωσης του τέλους. Θα μας πει: «Αντίκρυ σου, μεμιάς, πάνω ως κάτω, ο καθρέφτης ραγίζεται».
  Η «Μαρία Νεφέλη» αντιπροσωπεύει τη μεταπολεμική  γενιά που αρνείται από ένστικτο, την κατεστημένη ζωή το βόλεμα, το θάνατο, με την ιδιάζουσα αναρχία  κάθε νιότης. Ο ποιητής λειτουργεί σαν καθρέπτης που απαντά στο πρόσκαιρο της ζωής  και στην άρνηση των καθημερινών θανάτων. «Κρίμας, μας λέει, κρίμας κόσμε να σ’ εξουσιάζουν  μέλλοντες νεκροί»
Διαμαρτύρεται στο θεό «Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε».
       Ακούστε τα πιο αισιόδοξα μηνύματα « Όταν η ζωή μάχεται, οι νεκροί στον ΄Αδη μηδίζουν». «Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται» «Δεν γεννήθηκε ακόμη ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου». 
  Ακολουθούν τα «Τρία ποιήματα» με τον κήπο να βλέπει την πραγματικότητα αδιάφορη για το ποιος νέμεται το φθαρτό ή  το άλλο του κόσμου.
Στα έργα «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου» και «Ελεγεία της Οξώπετρας» ο Ελύτης θα γυρίσει στα πρωταρχικά νάματα της ποίησης, στις αμόλυντες κι αστείρευτες πηγές του λόγου της, παραμερίζοντας οριστικά την Ιστορία. Στη φάση της ολοκλήρωσης του έργου του πια, έχει ν’ αντιμετωπίσει τη δύση της ζωής του, το θάνατο και το κάνει αποθεώνοντας την τέχνη του  στο βάθρο μιας αιωνιότητας.
   Καταγράφει τα δεδομένα της απώλειας με διάχυτη θλίψη κι ένα κόμπο παραδοχής. «Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε ,πάει ,το ξόδεψα όλο» θα μας πει . «΄Εγειρα στο πλάι, με τους ψαλμούς των Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοικτών κήπων./ Έτοιμος  για τα χείριστα».
  « Άραγε  νάναι η μοναξιά σ’ όλους τους κόσμους ίδια; « Ποιος είναι, που βροντάει, σε πόρτες και παράθυρα;»
Η λυρική αναστροφή έχει συντελεστεί  με «Το μικρό Ναυτίλο». Ο Μικρός Ναυτίλος περιέχει σκηνικές οδηγίες που διατρέχουν την Ελληνική Ιστορική γραμμή  επί 25 αιώνες (Αθήνα, Βυζάντιο, 1821, Κύπρος), εξισωμένη με το φόνο, το αίμα, τη δούλωση, την αδικία.
Από τον τόπο της φωτιάς ο ποιητής θα αποδράσει αποφασιστικά.«Είπα θα φύγω. Τώρα. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι: Τι δίνω,  τι μου δίνουν  και περισσεύει τ’ άδικο».
     Ανεμίζοντας τη σημαία της τέχνης θα δώσει μια διακήρυξη για το γλωσσικό  οργανισμό της ποίησης, για το πνεύμα και το σώμα της με μια βαθιά κατάδυση μέχρι τη Σαπφώ και τον Αρχίλοχο. Επινοεί  ένα δεύτερο σύμπαν. Διοργανώνει παντού αναστάσεις και επαναστάσεις, κηρύσσοντας το ποιητικό του πιστεύω. Ένα κώδικα που όποιο μονοπάτι κι αν διαλέξουμε θα συναντήσουμε το Ρωμανό το Μελωδό, τον Κάλβο τη Σαπφώ. Θα δούμε εκτεταμένες λίστες ποιητικών λέξεων. Ποιήματα με σπαράγματα του Πίνδαρου, το Ηράκλειτου, του Ρεμπώ, του Καβάφη, του Δάντη. Ο ΄Ομηρος αμέτρητες φορές θα μας γνέφει με νόημα και θα νιώσουμε την αρραγή ιδεολογία και μια φυγή στον ουρανό. Μια αποδέσμευση και μια σωστική έλευση. Τον ηθικό ήλιο της ποίησης!
      Θα μας πει: «Τα ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο σχολειό της θάλασσας / Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:/Αν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να απομένει μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι  που σημαίνει, με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
    «Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού».
   Στα ύστερα  έργα «Δυτικά της Λύπης» και «Εκ του πλησίον» ανακοινώνει την  πεπρωμένη αναχώρησή του με στίχους αφαιρετικούς «Τώρα στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει / Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί»/ οι τρεις, οι δυο, ο ένας./
   Προσκομίζει με σοφία τη μοναδικότητα της ύπαρξης:
«Μες το βαθύ ουρανό /κάθε βουνό κι η υπογραφή του.  
«Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά ,που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια.»
   Η  ποίηση του Ελύτη  είναι τόσο χρήσιμη στις μέρες μας  γιατί  αποτελεί αποκάλυψη για τους στόχους της παγκόσμιας τάξης.
Γράφει ο Ελύτης: «Και με των κυβερνητών τα έργα έφριξεν η κτίσις. /Ο αντίχριστος κι ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος /που όταν εμείς πενθούμε αυτός ηλιοφορεί. /Όταν η συφορά συμφέρει/ όταν ακούς τάξη /ανθρωπινό κρέας μυρίζει».
 Σ’ ολόκληρη την ποιητική του διαδρομή υπάρχει άλλοτε κρυμμένη κι άλλοτε λάμπουσα  η Ελληνική καταγωγή  κι ένα αόρατο σήμα κινδύνου για τον ενεδρεύοντα εκβαρβαρισμό με κάθε του έννοια. Οι χαρακτηρισμοί του, ως «ηλιοπότη», «υπήκοου γλώσσας», «κολυμβητή  του Αιγαίου δηλώνουν τη απέραντη αγάπη για ένα σύμπαν ελληνικό για τούτο πανανθρώπινο, που το φως του, λειτουργεί ακόμα.
      Φανατικός κυνηγός του «ευ» παλεύει να ακουστεί το μυστικό της αποκάλυψης που μόνιμα αργεί. Κρυπτικός σε πολλαπλά επίπεδα λόγου απαιτεί «ποιητική νοημοσύνη». Πάμφωτος και σκοτεινός μαζί σ’ ένα εξαιρετικά προσωπικό ύφος  λειτουργεί σαν κρυμμένη φωτιά στις στάχτες των ημερών μας.
     Ο Ελύτης γράφει ελληνικά. ΄Επλασε  μια προσωπική γραμματική μέσα από ταπεινά φυσικά σύμβολα ,από την ανατροπή της συμβατικής αντίληψης για τη  ζωή. Ένα σύστημα λυρικού στοχασμού που ο ίδιος ονομάζει ελληνική αίσθηση, όπου από παντού προβάλλεται η ελληνικότητά του. Από τη μεταφυσική διάσταση του θαλασσινού τοπίου στο κάθετο φως, από τον τρούλο της εκκλησιάς, από τα μυριστικά χορτάρια, προβάλλει τη ζωή ως μαγική αξία, το φως ως μέσον αποκρυπτογράφησης της ζωής.
     Οι λέξεις και οι εικόνες του, με την φωταύγειά τους, γίνονται  νυν και αεί για τη διαρκή ανανέωση της ζωής μέσα από τις οδύνες μιας αρχαίας χαράς  που μετασχηματίζεται, εξορίζοντας το χρόνο και τη λήθη. Μέσα από το ασκημένο του βλέμμα το πνεύμα γίνεται σώμα και το αίσθημα αίσθηση.
«Απ’ το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας /απ’ το μικρό σου δάκτυλο στου ζαφειριού τ’ αστέρι./
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα».
   Οι στίχοι του, καθαρτήριο  στον υλικό  ορθολογισμό μας, για να δούμε το ουσιαστικό της ζωής.
Στη «λιακάδα των λέξεων» μας καλεί να σεργιανίσουμε μαζί φτιάχνοντας ο καθένας το δικό του αλφαβητάρι, να ανακαλύψουμε το κρυμμένο νόημα του κόσμου.
       Ένα  απόσπασμα από το δικό του αλφάβητο  «αγάπη, βασιλικός, γεράνι, δελφίνι, ελιά, ζέφυρος, ήλιος, θαλασσοπούλι, κοχύλι, νεράιδα, μελτέμι, όστρια, φιλί, τάμα, ΄Υψιστος, χελιδόνι..Παναγιά ».
Η επιστήμη στήνει ξόβεργες απαραίτητες, μόνο που καθώς μας λέει ο ποιητής «με τις ξόβεργες πιάνεις πουλιά /δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους.
   Στην εποχή μας οι άνθρωποι  δεν εκτιμούν  το νόημα στις απλές καταστάσεις της ζωής. Δεν έχουν χρόνο. Ο χρόνος έγινε χρηστικός, «δεσμώτης».Οι τελετουργίες της καθημερινότητας που ξαπόσταιναν την ψυχή από το βάρος των βασάνων είναι σήμερα χάσιμο χρόνου .Η ονειροπόληση, η ηρεμία, καλούσε στην άλλη πραγματικότητα σ’ ένα ταξίδι  με τη φύση τη σκέψη το σώμα.
   Τώρα ο χρόνος διευκολύνει τις συναλλαγές των ημερών. Ο ποιητής μας το υπενθυμίζει: «Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα».
     Κι οι νέοι: Πώς  να δώσεις  μορφή σ’ ένα πυρακτωμένο σίδερο αν δεν έχεις καλούπι; Οι νέοι το αισθάνονται  αυτό που λέει ο ποιητής. Επαναστατούν  μα κάθε τι προσκρούει στις  κατευθυνόμενες ανάγκες του «πολύ». Ο Ελύτης μιλάει πάλι « Αρνούμαι τροφή στους χορτάτους που ζητούν κι άλλη κι άλλη πείνα / Είμαι του ολίγου και του ακριβούς. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε./
   Για να θυμίσει πως «Το μόνο πράγμα που παίρνει μαζί του  ο άνθρωπος πεθαίνοντας είναι κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές,  δυο τρείς νότες κυμάτων, ολίγες μέντες από, δυο κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο σα βράχος μαύρος και .. το δάκρυ .. το δάκρυ της μιας φοράς, το, για πάντοτε».
     Με τους ακριβούς του στίχους δημιούργησε το όραμα του κόσμου με το μέτρο του υψηλού ήθους. Άγια αίσθηση ! « Εν λευκώ» μας παραδίδει μια διαθήκη όπου  γράφει: «Με τα χρόνια  όταν η Γη αποστεγνωμένη ολότελα διαρραγεί, τότε ίσως ξανασκύψει ο άνθρωπος με αληθινή αγνότητα και να μπορέσει να προφέρει μεγαλόφωνα τα λόγια λατρείας που σε δύσκολους καιρούς κατάμονος μέσα στην έρημο είχε τολμήσει  «Φώς της Αγάπης  και επί νεκρών ακόμα λάμπεις το χρυσό σου».
      Βρισκόμαστε στους καιρούς της ανέχειας.
Ο Ελύτης  εδώ, ανάμεσά μας, απαντά: «Δεν αρκεί να ονειροπολούμε. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί  αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα: Ο παράδεισος  ή η κόλαση που θα χτίσουμε.
  Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς της ανέχειας ,είναι ακριβώς αυτή. Ότι η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας.
       Σήμερα πιο πολύ από ποτέ ,που οι εκατόμβες των αθώων πορφυρώνουν τη γη και τα όνειρα των ανθρώπων, η ποίηση του Ελύτη σταυροφορεί τις ψυχές μας  στο όνομα  μιας « συνείδησης πάμφωτης. Στο όνομα της Αγάπης,  της ελευθερίας, «του ήλιου του νοητού», σ’ όλα τούτα τα  άγια των αγίων, να πολεμάμε  ορθοί,  το «ΔΕΝ και το ΑΔΥΝΑΤΟΝ στον  κόσμο ετούτο  το μικρό, το ΜΕΓΑ» !!!!
© Σκουρολιάκου Μαρία
 
(Ομιλία για τον Ο.ΕΛΥΤΗ  στο Δημοτικό Θέατρο
Λαμίας το Μάιο του 2007 στην εκδήλωση που έγινε για
 Τον ποιητή από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Αμφιθέας και
Το Μουσικό σχολείο Λαμίας).