Στους κλώνους
μιας τσιντόνιας,
αιμάτινο πουκάμισο,
κόκκινο βάφει
του χιονιά το σάβανο.
Σφυρίζει αγέρας
στα ηφαίστεια των σπόρων.
Σκάβει ουρανούς
με ονόματα βαριά
και την ελπίδα
ταξιδεύει
στις
ανθρώπινες πλατείες,
να κυματίσει
δάκρυ, ψιθυρίζοντας πατρίδα.
Κι
ας μπήγονται καρφιά στις λέξεις.
Κι
ας αναδεύονται στην τρύπα τους, τα ερπετά.
Μ’ ένα
Απρίλη, να χορεύει με τις
πασχαλιές
κι
ένα μαχαίρι Κρητικό στα
χέρια,
φιλάει στο
στόμα η ζωή, το φόβο
και γίνεται
ξανά, η έκρηξη.
''ΤΟ ΚΥΡΙΩΣ ΣΩΜΑ''