ΕΑΛΩ

     Σ΄έναν άρρωστα λευκό ουρανό σκορπίζουν τα άνθη του κακού , με το χέρι αβέβαιου πολιτισμού  και λιώνουν από πόνο οι πάγοι, πλημμύρα οργής, φωτιά και στάχτη. Με προσευχές σκοτώνουν οι άθλιοι την Άνοιξη και τρέμει η γη σαν οργισμένος θεός του Ολύμπου , στων θνητών τα έργα.
    Μνήμες  απλώνουν τα χέρια στις γυρισμένες πλάτες . Μισοτελειωμένα ποιήματα γυρίζουν στον ήλιο, ελεύθεροι πολιορκημένοι. Οι λέξεις βιάζονται, η αγάπη επί ξύλου, οι άνθρωποι πέτρινα ονόματα, εκεί στο ματωμένο χώμα . Μια μήτρα φως ελπίζουν οι πάσχοντες . Ανάβουν κορμιά, σκεπάζουν τις κραυγές χορεύοντας  οι λύκοι. Στο βάθος Νέμεση και δίκοπη προφητεία.
     Ταξίδια  από τον Ήλιο μέχρι τον Πλούτωνα , ενδιάμεσοι σταθμοί καρδιές, αισθήματα συνθήματα. Αιώνες αίολοι κι η παλίντρομος αρμονία μακρυά.
     Μα εσύ ,  μη σταματάς να πιστεύεις στο δυνατό αδύνατο, μην πάψεις να ελπίζεις στο ανέλπιστο. Να κόβεις τριαντάφυλλα κι ας ματώνεις . Να κάνεις σημαίες το αίμα , να προλάβεις το  χαμό.
    


 © Σκουρολιάκου Μαρία

Σώμα και αίμα


Νυν και αιέν
της πικρής πατρίδας  φλάμπουρο
των αγνώστων αγίων μνήμη
του άλλου ήλιου  φως.
Εκείνων που με θάνατο ονόμασαν
της ζωής τ΄ αλμυρό πέρασμα
της Λευτεριάς την τρισέμορφη  λέξη


. © Σκουρολιάκου Μαρία

21 Μαρτίου Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΦΗΜΕΡΕΥΕΙ


 Ποίηση. Η πιό συμπυκνωμένη μορφή έκφρασης της γλώσσας  και για τούτο μαγική.
      Μαγική πρωταρχικά γιατί αναδύθηκε απ΄το πέλαγο αυτού του λαού,  του μοναδικού στην ανθρωπότητα που επέζησε τόσων δραματικών περιστάσεων, χάρις στη φλογερή ψυχή , τον δυνατό νου και την ποίησή του .
       Από τον Όμηρο και τον Ορφικό κύκλο ως το Σικελιανό και τον Ελύτη, το Δημοτικό τραγούδι κι όλα τα διαμάντια του γενεσιουργού Ελληνικού λόγου, η ποίηση, πρεσβεύει κάθε μορφή αγάπης και αγώνα, για τα ιερά της ζωής .
      Διαδρομές, εσωτερικοί μονόλογοι, η συνείδηση, η  ελευθερία, η Πατρίδα , η μάνα , ο έρωτας, το δούναι και λαβείν, η απόγνωση, η μοναξιά , οι νέοι, η ελπίδα, η φωτιά και η στάχτη, η φύση και η Ιστορία, το όνειρο, η ενοχή κι η αθωότητα, ο πόλεμος, ο πόνος, εν τέλει ότι συνθέτει αυτό το τραγικό πλάσμα που είναι ο άνθρωπος .
      Η ποίηση μέσα από όλους τους ορισμούς της, είναι ωδίνες λέξεων. Γράφει ή διαβάζει κανείς , για να βρεί την αλήθεια μέσα του γιατί  από την πραγματική ποίηση, γεννιέται πάντα ένα μάθημα ηθικής  για ότι κι αν μιλεί . Δικαιώνεται όταν το νόημά της βρίσκει την αναλογία του στο επίπεδο των ανθρώπινων σχέσεων και στο χρόνο.
“Αδωροδόκητος δοκίμαζε”. Θα πεί ο Ο.Ελύτης. Κι είναι πράγματι  μεγάλος ο δρόμος  για να ευωδοθεί το αληθινό ζητούμενο, που είναι το μήνυμα , η ουτοπία, η ποιητική στάση ζωής.
      Πορευόμαστε στην έρημο του ανθρώπου και ενώ μικροί θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, ξαφνικά σφραγίζουμε πόρτες και καρδιές. Ακίνητοι,  μπροστά  σε χωματερές οθόνες, καθώς  απροκάλυπτα γίνεται πιά,  συστηματική επέμβαση πάνω στις δυνάμεις που γονιμοποιούν τις  αξίες . Το στοίχημα αφορά κυρίως  τους νέους,  που η εποχή,  τους έλαχε, να βρίσκονται στο τέλος των επαναστάσεων και την κυριαρχία  του εικονικού .
      Η  ποίηση διεκδικεί το μερίδιο της φωνής της .
Κυττάζεται στο δικό μας καθρέφτη , δακρύζοντας με το αχειροποίητο θαύμα μιας γέννησης,  το ανέκκλητο μιας φυγής,  το μυστήριο ενός έρωτα .
     Σπαράζει  με τον  ακατάσχετο πόνο όπου γης.
     Κοινωνείται στην Αισχύλεια σιωπή της ανισότητας. .
     Εγείρει τις ανεπίδοτες κραυγές προς την ύβρη.
     Ικετεύει ένα ναι  που παραμυθεί ,  ένα όχι  που σώζει.
     Ελπίζει να μιληθούν οι πολύτιμες λέξεις ,  όταν  ματώνουν  οι βεβαιότητες  και θριαμβολογεί η απάτη.
     Σ΄έναν κόσμο,  γεμάτο πληγωμένες προσδοκίες που  τον διαχειρίζονται παγκόσμια,  πρόσωπα  δίχως   του Λόγου το Φως
      Η ποίηση, στο διαχρονικό της προορισμό, μας  καλεί  να συναντηθούμε σ΄αυτό, ακριβώς το  φως.
Αυτό το φως, που, για να φωτίσει τα πράγματα χρειάζεται ν΄ανάψουμε τις  ψυχές  μας .    

   

© Σκουρολιάκου Μαρία

                        
           









                      
    


















Σώμα και αίμα

Νυν και αιέν
η καρδιά του μικρού χελιδονιού
που καμπανοχτυπάει την Άνοιξη.
Νυν και αιέν
η αρχιτεκτονική του τριαντάφυλλου
και το “ευχαριστώ” που γεννιέται
στα ανατέλλοντα μάτια του παιδιού.
Νυν και αιεν το φως, που ποτίζει το χώμα,
βάφει τον ουρανό,
και των ανθρώπων ξεπλένει τους ίσκιους.
Νυν και αιέν το αλέτρι ,
που αναδίνει
των χθεσινών αγαπημένων τη ρίζα ,
που φυτεύει τον φουσκωμένο με δάκρυ
σπόρο του αύριο.
Νυν και αιέν το χιλιόκαρπο δέντρο
που ανασταίνει τον νου
και της γνώσης το κόκκινο μήλο δωρίζει .
Νυν και αιέν το κρασί των λέξεων
που κοινωνεί τρυφερότητα κι αντίδωρα
στις εκκλησιές των ελπίδων,
εκεί που απομένουν τα μάτια των λιγότερο ίσων.
Αυτών που περισσεύουν των συνθηκών
κι όρθιοι,
στα μονοπάτια των λύκων βαδίζουν.
Νυν και αιέν τα πρόσωπα της απουσίας
που ξεκόλλησε ο καιρός απ΄το σπίτι της ύπαρξης
και στης μνήμης τον χορό επιστρέφουν,
για το χάδι που δεν προφτάσαμε,
τις συγνώμες που κλείδωσαν οι τάφοι,
το ζεστό φιλί στο ηλιοκαμένο μάγουλο,
το κεφαλοδέσι της καρδιάς,
τις μέρες που ζύμωναν το ψωμί το γλυκό
και της χιλιοδώρητης αγκαλιάς
άναβαν το καντήλι .
Νυν και αιέν του Μάη η πρώτη ανάσα,
μυρωμένη απ΄τις μοίρες τις τρεις των Ελλήνων.
Μαντήλι άλικο κι η Αγρύπνια,
σεργιάνι στη γη να φυσήξει τους μύθους.
Τη Δήλο, ηλιοφόρεσε και τον Αη Στράτη,
άστρο αυγινό, αιώνιο άστρο.
Νυν και αιέν της πικρής πατρίδας φλάμπουρο,
των αγνώστων αγίων μνήμη,
του άλλου ήλιου φως.
Εκείνων που με θάνατο ονόμασαν,
της ζωής τ΄αλμυρό πέρασμα,
της αγάπης την τρισέμορφη λέξη.
Νυν και αιέν ο σταυρός ,
όπου τάιζε γλαροπούλια
στου Ομήρου τα πέλαγα ,
να βαφτίσουν του κόσμου τις στράτες .
Νυν και αιέν ο Λόγος, ευχή και μαχαίρι
στάρι και δίκταμο
σώμα και αίμα …     

        

© Σκουρολιάκου Μαρία

Πέντε ποιήματα

Από το βιβλίο  «Αντίδωρο καρδιάς»

Φυσάει

Στον Τάσο Λειβαδίτη
Φυσάει στης ζωής τα σταυροδρόμια
Αγάπες που δερβίσικα χορεύουν.
Έμποροι την ελπίδα διαλαλούνε.
Με της ψυχής το φως την παζαρεύουν.
Φυσάει μες της γης τα σταυροδρόμια
πόλεμοι, φονικά και προδομένοι.
Ηφαίστεια κορμιά, Δεκέμβρης μήνας
Όποτε το καλούν οι κολασμένοι.
Φυσάει στου καημού τα σταυροδρόμια
τραγούδια, προσευχές ή μοιρολόγια
κι ούτε ένα φως στα πικραμένα μάτια.
Στα χρόνια της απάτης μόνο λόγια.
Βοιωτικός Κηφισός, Αμφίκλεια

Φθινόπωρο

Τρέχαμε στο δάσος
με τους τραγουδιστούς ανέμους.
Έψαχνα κομμάτια ουρανού
ανάμεσα σε ερωτευμένα πεύκα.
Ξάφνου ένας ρίγος φώλιασε στο κορμί μου
και συ πρώτη φορά δεν το ‘νιωσες.
Έκανε μετάσταση στην καρδιά.
Τα σύννεφα πύκνωσαν.
Το ραδιόφωνο μετέδωσε δελτίο θυέλλης.

Γαλήνη

Κλείνει το πέρασμα η θάλασσα
-χλόη γαλάζια.
Λάδι που χύθηκε
απ΄το καντήλι τ’ ουρανού και του ήλιου.

Πτώση

Η ζωή.
Δυο πελώρια μάτια παιδιού σε μαχαίρι μπροστά.
Η σκουριά που βαθαίνει
κι ο πόνος που γλύφει τα κόκκαλα.
Ο Χριστός διαμελίζεται.
Η Αγάπη μετριέται.
Δολοφόνοι θαυμάζονται
και ο Αγιάννης στην έρημο ολομόναχος κλαίει.
Στο λαιμό μου θαρρώ πως βαριά σέρνω πέτρα.
Η καρδιά μας σταλάζεται λίγο λίγο στο χώμα.
Ολοένα βουλιάζει
η ζωή σε συνθήματα.
Πού θα πάμε;

Χειμώνας

Βάρυνε η φύση, ο ήλιος χάθηκε.
Κι εσύ.
Κι όλο θυμάμαι
κείνο το στοίχημα με την καρδιά μου                                                 
που έχασα.



© Σκουρολιάκου Μαρία

Καταγγελία συμβάσεως


Σύνθεση εικόνας της Λίνας


Για πρώτη φορά επισήμως
εκτελώ τον όρον αρ. 33
- Λύση συμβάσεως εκουσίου εγκλεισμού -
με το φως του ήλιου.

Μάζεψα τον χαρτοκόπτη
των συναισθημάτων,
τη σφραγίδα
την πινακίδα του αριθμού
με πρόσοψη ονομαστική
το ατέλειωτο παζλ των ωρών
τρυφερά
μη χαθεί ούτε μια.
Χαμηλά στο συρτάρι
οι Απρίληδες
καταχωνιασμένοι χρόνια.
Βγήκα στο σύμπαν
υπογράφοντας
σύμβαση ελευθέρου χρόνου.

© Σκουρολιάκου Μαρία

Μικρός κανόνας (επιλογή)



Να μη προδώσεις
Ούτε Πέτρος
ούτε Ιούδας.

*
Σώθηκαν τα κεριά.
Θ' ανάψουμε ψυχές για το δρόμο .

*
Πού πάει η μέρα σα νυχτώνει;
- Να φέρει φως.

*
Το μολύβι σεισμογράφος των λέξεων.
Σεισμός το ποίημα.

© Σκουρολιάκου Μαρία

Πλατεία του φόβου

Στο πήγαινε-έλα άσωστα βλέμματα , φωτιές και στάχτες
Βουβά περάσματα, κόκκινα φώτα σε δρόμους κράχτες
Χέρια πλοκάμια και οι γροθιές αρματωμένες
σ΄ένα τοπίο βαθιά Ομόνοια
μέσα σε χρώματα , φωνές κι ονόματα παλιά αναχώματα
και θύτες θύματα –βουβά συνθήματα
και τραγικές είναι οι σιωπές,
σιωπές που μπήγονται σε αλήθειες μαύρες
Κι η ομορφιά τρέμει το πέρασμα
μέσα σε ορθάνοιχτα μάτια και χέρια
και στο ξεγέλασμα .
Γερμένα σώματα κεριά σωσμένα στα χαρακώματα
μάχονται τ΄άγνωστο αναγκασμένα σαν τον κατάδικο.
Πλατεία του φόβου
Με την ελπίδα να σκάβει υπόγεια κορμιά ακατοίκητα
Γελάει η στέρηση
κι η απόγνωση πιάνει τη βάρδια της
και σέρνει αλύπητα
καρδιές και στόματα στο παρακάλι
Ψυχρά κι απάνθρωπα στο πάρε δώσε της
χορταίνει κόκκινο και τάζει πάλι.
Πλατεία της νύχτας
Λίγο πιό πέρα περνούν οι νόμοι
Και για το αίμα ούτε κουβέντα .
Άλλος θεός κι ο ουρανός αλλάζει χρώμα
όπως οι λέξεις και οι ψυχές .
Ύστερα βρέχει , ξεπλένει, παίρνει όλη τη λάσπη
και στις πληγές βάζει ένα ρούχο να τις σκεπάσει
όπως το ψέμα να ξεγελάσει
για να ξεχάσουν ποιός είναι ο φταίχτης
αυτού του πόνου.
Πλατεία του φόβου
Καρδιές στο χώμα , ψωμί το σώμα .




© Σκουρολιάκου Μαρία

ΕΞΟΡΙΣΤΕ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΣΟΥ ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ ;



                   
     

     Ήρθαν ντυμένοι ‘’φίλοι’’ αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
           το  παμπάλαιο χώμα πατώντας .
           Και το χώμα  δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους .
           Έφεραν  το Σοφό , τον Οικιστή  και το Γεωμέτρη
           Βίβλους γραμμάτων  και αριθμών
           Την πάσα Υποταγή  και Δύναμη
           Το παμπάλαιο φως  εξουσιάζοντας
            Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους .
            Έστησαν και θεμέλιωσαν
            τους Νόμους  τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα
            στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας .
            Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους
                                         ‘’ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ  ‘’ Ο. Ελύτης        

           Ο Ηρώδης των ψυχών. Μάγοι με   δώρα, τις φρικτές τους φορώντας στολές .
          Ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη μιλούσε για το θηρίο .Ο Γέροντας Παϊσιος  προέβλεπε το αίμα στο ναό της δημοκρατίας.
     Με όρους εποχής , η χρεοκοπία ως έκτρωμα της παγκοσμιοποίησης ξεκίνησε πρώτα από  τις αξίες και τα αισθήματα . Κατάπιε τις λέξεις και τις έννοιες  δημιουργώντας πιστωτικό γεγονός συνειδήσεων.
      Τί είναι η πατρίδα μας ; Μην είναι οι κάμποι ; Μην είν΄τα πράσινα ψηλά βουνά ;  Μην είν΄ ο ήλιος της που όλο λάμπει;
Γιατί μου κρύβετε τον ήλιο;   Ο Διογένης πέθανε ...
      Ο Θουκιδίδης φωνάζει στο Λοιμό: ‘’Αλλ΄η νόσος εισήγαγε προσέτι και άλλας χειροτέρας μορφάς ανομίας εις την πόλιν’’.
      Τί είναι η πατρίδα μας . Μια υποθήκη αίματος και σάρκας .
      Οι ύαινες  κυνηγούν  ηλιόφωτες περιοχές , γλώσσες  που τραγουδούν , πρόσωπα που γελούν. Άχ  χώρα του φόβου. Χρηματιστήριο , κολαστήριο , δηλητήριο.
      Κάποιοι φωνάζουν «ξυπνήστε». Στο μέγαρο παζαρεύουν  φιλέτα , χρυσάφι , αργύρια. Η πλατεία Κολωνακίου μοσκοβολάει αθωότητα . Οι φυλακές μυρίζουν   πτώχευση. Ο Λουδοβίκος  16ος  όταν ανέβαινε στο ικρίωμα είπε: ‘’όλα τούτα διαφαίνονταν εδώ και δέκα χρόνια. Τι  με οδήγησε στον εφησυχασμό;’’
           Όλα τακτοποιούνται ήσυχα . Με τηλεθέαση. Οι λέξεις γλιστρούν στην ακοή  δίχως φωνή και αντεγκλήσεις.  Νυχτερινές  υπογραφές ξεπλένουν το κόκκινο. Πίσω απ΄τα φώτα  άστεγοι κουρνιάζουν  στους δρόμους.
        Ανοιχτή πληγή.  Σώμα και μνήμη της γης μου . Η σάλευση των αναλογιών οδηγεί σε προθανάτιες διαδικασίες . Σε  κοινωνία που αιμορραγεί , με  τα πρόσωπα της θυσίας  να πολλαπλασιάζονται,  προφητεύονται  δεσμά μακράς διάρκειας . Οι διεθνείς  του αθλήματος άλλοτε προβλέπουν το μάταιο της σωτηρίας , άλλες φορές δείχνουν τα κρεματόρια   κι ενίοτε εκφωνούν λόγους επιβράβευσης σαν επικήδειους.
        Ζωές χωρίς ζωή. Κι ένας χειμώνας απ΄το παραμύθι του Άντερσεν για  το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Κατά πάνω μας . Στο Μέγαρο    και  στη  Λυρική σκηνή,  ο πολιτισμός, παρά την κρίση, περιέργως ανθίζει!    Μήπως  να θέσπιζαν  θεωρικό μισθό  για τους πτωχούς,  ως  άξιοι απόγονοι λαμπρών προγόνων; 
       Οι ειδήσεις καλπάζουν μαζί με τις απολύσεις ,την πείνα , τα ποσοστά των ληστειών και τη φοροδιαφυγή , τη μόνη  κατ΄εξαίρεσιν ελεύθερη κι ωραία, τα σχέδια  Εταίρων , αυτά   κι αν καλπάζουν, κουβαλώντας   στη ράχη την Ευρώπη.
      Οι  διανοητές και οι διανοούμενοι επιτελούν το καθήκον τους  ανάλογα με την εκδοτική τους δραστηριότητα, ονομάζοντας ευκαιρία κάθε αντιξοότητα . Η ‘’ρωμαλέα’’ τους φωνή άμπωτε να στρεφόταν στους καπετάνιους.  Τα  παιδιά πήραν το δρόμο της ξενιτειάς . Τα παιδιά αποφοίτησαν από το Μετσόβειο ,το Αριστοτέλειο . Δεν πήγαν στο Γέιλ, στη Βοστώνη.
       Η φωνή της ιστορίας σωπαίνει στα   φυλλασσόμενα  προάστια.  Η χρεοκοπία, με ανεξίτηλο μελάνι  ταξιδεύει στις σάρκες, στις ψυχές, στα όνειρα. Το φως στο ανατολικό Αιγαίο, θα δοθεί απ΄τη γείτονα χώρα..  Οι παραβιάσεις  είναι άλλο  σταυρόλεξο , για δύσκολους λύτες.  Έλληνες όπου Γης στείλτε  μια κάρτα  στο Καστελόριζο,  νάχουνε δρόμο τα καράβια απ΄την πατρίδα .
       Τα Ελληνόπουλα   φωνάζουν ‘’ Κάντε  στην πάντα να περάσει η Ελλάδα’’. Την ίδια  ώρα που δημοπραττείται η Καρυάτιδα.
     Χρόνια και χρόνια, καταγεγραμμένα μελανά στα βιβλία ,  οι ξένοι έκλεψαν , σύλλησαν, βίασαν, μόλυναν, ανενόχλητοι, στηριζόμενοι, επιδρομούντες δανειζόμενοι και μη επιστρέφοντες τα οφειλόμενα.
     Θαρρώ είναι η πρώτη φορά που το υπέροχο πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο δεν έχει λέξεις να περιγράψει.  Γέμισαν οι οθόνες χειραψίες  και χαμόγελα φακού. Συμφωνίες και υπογραφές  . Ο δρόμος αδιέξοδο , στο βάθος τοίχος και υλικά κατεδάφισης. Ιδεολογικά και συστημικά .
           Ελπίδα είναι μόνο η ΕΝΔΟΧΩΡΑ  των ανθρώπων . Ο πληθυντικός αριθμός. Οι μικρές καθημερινές ιστορίες του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα μεγάλα προσωπικά δράματα των αόρατων άλλων. Ο τρίτος κόσμος της Ελλάδας που αυξάνεται. Οι χιλιάδες, που το φωτεινό  2004 ήσαν στο στέγαστρο Καλατράβα.   Η τραγική στατιστική  που κάθε  μέρα γίνεται  ποτάμι άγριο, αφού χρεοκόπησε ο πραγματικός πολιτισμός.
       Η γνώση γέννησε οιμωγή, φωτιές και πένθιμα παιδιά . Οι κάδοι , κυρίως όταν πέφτει το βράδυ, φιλοξενούν επισκέπτες του ξεροκόματου. Στης πόλης το πρωτόγνωρο κενό, τις νεκρές τζαμαρίες στολίζουν οι λέξεις – στοιχειά, ‘’ενοικιάζεται’’, ‘’πωλείται’’.   Μέχρι τον ηλεκτρικό  ο δρόμος σου μετράει κάμποσα  ‘’παρακαλώ βοήθεια’’,  άλλα τόσα ‘’πεινάω’’ .
      Τις γραβάτες φοβάμαι.  Τις γραβάτες και τα κοστούμια που μας παίρνουν τα μέτρα  ζωντανούς .Την προδοσία φοβάμαι ,  που φιλάει τόσο εγκάρδια  .  « Ο Ιησούς  δεν πέθανε τη Μ. Παρασκευή στο σταυρό αλλά την Μ.Τετάρτη στο Όρος των Ελαιών» έκρινε ο Λιαντίνης .
     Πώς θαρθεί η πορεία στο φως;    Γιατί    η  παραδοχή του χαμού  λειτουργεί  αρνητικά  στην ελπίδα.  Στα πένθιμα παιδιά με το βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα , ελπίζω. Στο αλώβητο  εκείνο  κομμάτι της ψυχής  και της συνείδησης  που δεν πρόφτασε να μηδίσει και βίωσε τον πρωτόγνωρο μεταπολιτευτικό πολιτικό και κοινωνικό  εκφυλισμό . Γιατί οι θάνατοι δεν ήσαν  μόνο στα χαρτιά , στις λέξεις , στα αισθήματα και στις βρώμικες συναλλαγές. Εν καιρώ δημοκρατίας   οι νεκροί  επωάστηκαν από  τη διαφθορά, τους μεταμοντέρνους γονείς,  το γέλασμα του οράματος, τα τοξικά προϊόντα του χρήματος, τους δείχτες ασημαντότητας .
      Φυσούν στους δρόμους του κόσμου σαρωτικοί άνεμοι.Φυσούν πάνω στις ανυπεράσπιστες ζωές μας. Ας εφημερεύουμε στην ΑΓΡΥΠΝΙΑ.Βαδίζουμε έτσι κι αλλιώς σε πεδίο βολής. Σε εκδοχές φρίκης ασκούμε την αντοχή μας . Σε πτωχευμένες λέξεις διατυπώνουμε τη διαμαρτυρία μας. Σε αισθήματα –δεσμώτες  τρέφουμε την συνύπαρξή μας .
       Κάθε τόπος έχει το σώμα και το πνεύμα του . Εχει το αίμα του .
Ο τόπος     που  είναι η πατρίδα μου, έχει κάτι που δε χρεοκοπεί.
ΕΧΕΙ ΨΥΧΗ.
    Η  Δύση είπε : κουράγιο Έλληνες. Κάποιοι  χορεύουν πάνω στο αίμα  και τους τρύπιους νόμους.
 Πείτε τους ,  πως εδώ είναι το χώμα του Αισχύλου και των άλλων γιγάντων  που θα επιζήσουν ως το τέλος της ανθρωπότητας .Κι ότι οι Ερινύες, έρχονται απ΄τα βάθη των Ελλήνων να τιμωρήσουν κάθε  άμετρο .
      Ο τόπος της πατρίδας μου έχει και κάτι ακόμα που δε χρεοκοπεί. ΕΧΕΙ  ΤΟ ΦΩΣ .
       Στο όνομα   των παιδιών , του ήλιου , του Αιγαίου ,  της ροδιάς , της πασχαλιάς ,  του αιώνιου,  κατενώπιον της ύβρης .
         ΚΑΤΑΣΑΡΚΑ ΦΟΡΩΝΤΑΣ  ΤΟ  ΦΩΣ.

Η φωτογραφία


  ΄Αχ   αυτό το συρτάρι απόψε ,να ψαχουλεύω, σπρώχνοντας η καρδιά μου, στα κίτρινα χαρτιά ,πωλητήριο  συμβόλαιο 2379/79, κάρτα , ευτυχισμένο το 1980 με αγάπη  κι αποκάτω φωτογραφία .Πού είχες κρυφτεί προσωπάκι ζάχαρη ,με κοιτάς και γίνομαι χώμα ,είναι που  τη θέλαμε για το νηπιαγωγείο κι εκεί στον άσπρο τοίχο, ‘’ εδώ τα ματάκια ,το πουλάκι,ακίνητος  χαμογέλα ,μπράβο ’’.
    Αγκαλιά φτερούγισμα ,αηδόνι στο λαιμό μου . «Μυρίζεις μανούλα» , Παναγιά μου σπάει η καρδιά και σε κλείνω στα χέρια,  ανάσα μου κι   έχεις  ζωγραφίσει  όλη  τη ζωή με κόκκινο .
Μόνο το πράσινο μπλουζάκι για την ανάγκη της φωτογραφίας και, «μανούλα  εγώ σ΄αγαπάω  μέχρι  τον ουρανό» .Τα χρόνια ανέμη, τα μάτια σου κρατάνε  την καρδιά μου να  μη γέρνει , εγώ δηλαδή, γιατί εσύ ταξιδεύεις με το καράβι σου στη ζωή σου και νάμαι στο πέλαγος ,βουλιάζουν τα μάτια μου ,με σπρώχνει η καρδιά ,όχι δεν κλαίω ,καπνός  απ΄ το τζάκι ήτανε, δεν κλαίω .





© Σκουρολιάκου Μαρία