Του αδερφού μου

                          
   

Εξ  αίματος   
     Μαζεύω λέξεις πόνου , ανάσες θανάτου. Καταγράφω την κραυγή. Αβοήθητος προσπαθούσες του κενού. Σώπαινες βοήθεια . Δεν είχα  και συ έφευγες .
    Σώμα της φρίκης. Σου ζητούσαμε  υπομονή . Οι άσχετοι , οι ξένοι της οδύνης.  Σώπα , έρχεται το παυσίπονο.
    Στη νοηματική σχεδόν μιλούσαμε.  Μετρούσαμε ώρες  και έφευγες , όλο έφευγες .  Χορτάτος από διάφανα μπουκάλια κάλιο , νάτριο, υποκατάστατα ζωής και πλάσμα , άχρηστο πιά.    Θα μισήσω το λευκό.Τα σεντόνια , τις μπλούζες που δεν εύρισκαν φλέβα και πόναγες .
    Άν σου είχα αγοράσει ένα φυλαχτό για τύχη και υγεία .
    Ήρθες ντυμένος επίσημα πρώτη φορά μετά από χρόνια. Δίχως της φτώχιας τα τριμμένα ρούχα και κείνο το βαθύ ώωχ που κάρφωνε την αδυναμία μου. Δίχως το βουβό παράπονο για την ατυχία διάρκειας που σε κυνηγούσε. Γιατί  δε σου πήρα ένα φυλαχτό ;
    Ήρθες, με το δικό σου πρόσωπο το γλυκό, της αγάπης, αλλά δεν περπατούσες .   Σε κουβαλούσαν τα παιδιά  κομμένο κυπαρίσσι μέσα σε κήπο. Θυμάσαι όταν πέθανε το σπουργίτι και το θάψαμε  δίπλα στην πασχαλιά; Φτιάξαμε και σταυρό με δυό ξυλάκια σταυρωτά .
    Θυμάσαι το ‘’μικρό ήρωα’’ μέσα στο βιβλίο των θρησκευτικών που έκανες πώς διάβαζες; ‘Εφαγες ξύλο απ΄τον πατέρα  κι εγώ τον χτύπαγα κλαίγοντας γιατί δεν άντεχα να πονάς. Ούτε τώρα άντεχα μα ήμουν άχρηστη. Ποιόν να χτυπήσω τώρα  που σε αρρώστησε για πάντα; Ποιόν που σε θέλησε μες΄τη γη;
    Να μη θυμάμαι τις πικρές στιγμές που χρόνια έκλεβαν το γέλιο  σου . Να θυμάμαι το τραγούδι. Σου άρεσε το τραγούδι. Δεν είχες μάσκες και δεν ήθελες να κρύψεις τίποτα , που δε φοβόσουν αφού τίποτα δεν κράταγες για σένα . Γιατί είχες ερμηνέψει σωστά τη ζωή.. Όπως ένα παιδί . Όπως  ένας Άνθρωπος .
    Που δε μ΄ακούς. Που σ΄έκλεισε η γη και το νερό του Αχέροντα . 
    Στο πατρικό το σπίτι άπιαστος σεργιανίζεις. Στην πόρτα στέκεται αλαζονικά το ρήμα ‘’χωριζέτω’’ προστακτικά  και αμετάκλητα . Στον τοίχο, οι φωτογραφίες των γονιών . Τώρα και η δική σου .
    Απόμεινα  εξ αίματος  μόνη ...
  

© Σκουρολιάκου Μαρία